Όπως φαίνεται, ο Ζαχόπουλος έσκασε τόσο χρήμα στον έναν και στον άλλο που δεν έμειναν λεφτά για άλλα, σημαντικότερα πράγματα...
Θύμα περικοπών ένα πολύτιμο σπήλαιο
Η Αλεπότρυπα Διρού, μια κιβωτός γνώσης για το νεολιθικό πολιτισμό, έμεινε προσιτή στο κοινό μόνο για έξι μήνες
Της Γιωτας Συκκα
Ποιος θα το πίστευε! Εγκαινιάστηκε την πρώτη ημέρα του Ιουλίου και στις 31 Ιανουαρίου έκλεισε τις πόρτες του. Το σπήλαιο της Αλεπότρυπας στον Διρό, από τα σημαντικότερα και τα πιο πλούσια σε αρχαιολογικά ευρήματα για τις νεολιθικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα, δεν είναι επισκέψιμο, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για τη φύλαξή του, όπως δηλώνει στην «Κ» ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος· που μετά πενήντα χρόνια συνεχούς δραστηριότητας στην επιστήμη της αρχαιολογίας, μένει άναυδος με τη στάση του υπουργείου Πολιτισμού. «Η σύμβαση των πέντε φυλάκων του εργοταξίου έληξε», συμπληρώνει. «Το σπήλαιο όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο με εξειδικευμένο προσωπικό».
Η επίσκεψη εκεί, για όσους έχουν πάει, είναι πραγματική εμπειρία. Και, όχι, μόνο επειδή υπάρχουν πολλά να θαυμάσει κανείς, αλλά και για τη δυνατότητα που δίνεται στον επισκέπτη να παρακολουθήσει το έργο των αρχαιολόγων. Οι ανασκαφές άλλωστε σε ένα σπήλαιο που γέννησε τόσους μύθους και προκαλεί έτσι κι αλλιώς δέος στο κοινό, ήταν από τα αβαντάζ της ανάδειξής του.
Το αρχαιολογικό έργο του Διρού εντάσσεται στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων Εκτέλεσης Αρχαιολογικών Εργων από το 2000 και χρηματοδοτείται από πιστώσεις του Γ΄ ΚΠΣ, να όμως που υπάρχουν και εκπλήξεις για τον ανασκαφέα του, ο οποίος την περασμένη Δευτέρα «μάγεψε» το ακροατήριο του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Εκείνους που παρακολούθησαν τις απόψεις του για τη νεολιθική λατρεία την Αλεπότρυπα. Μια μέρα μετά, αναρωτιόταν τι σημαίνει η στάση του ΥΠΠΟ σε κάποια έργα της Πελοποννήσου των οποίων «οι πιστώσεις κόβονται».
Η πρώτη χρήση του σπηλαίου ήταν ως καταφύγιο. Η νεολιθική κοινότητα που έζησε γύρω από τον Διρό, χρησιμοποίησε το σπήλαιο επίσης για εργαστήριο, αποθήκευση των τροφών και των αγαθών της. Το αποδεικνύουν τετρακόσια πιθάρια, που δεν κάλυπταν μόνο τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, αλλά μαρτυρούν και τη ναυτικού χαρακτήρα οικονομία της κοινότητας. Ηταν πολυάνθρωπη, πλούσια και έπαιξε ρόλο στην προμήθεια και διάδοση του οψιανού της Μήλου.
Οι θρησκευτικές ανησυχίες των κατοίκων της εποχής επίσης ήταν πολλές. Τα ευρήματα και τα οργανωμένα οστεοφυλάκια αποδεικνύουν πως σε αυτήν την περίοδο (5400-3200 π.Χ) είχαμε ανθρωποθυσίες, τελετουργικές ιερουργίες για τη λατρεία των νεκρών, αλλά και λατρεία του χθόνιου Ποσειδώνα. «Είναι τόπος που γεννάει τον μύθο», λέει χαρακτηριστικά στην «Κ» ο Γ. Παπαθανασόπουλος. Για να υπογραμμίσει ότι «ο χθόνιος Ποσειδώνας του Διρού ήταν κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου».
Οι νεκροί διδάσκουν
Τα τρία είδη της νεολιθικής ταφικής πρακτικής –πρωτογενής, δευτερογενής και η καύση των νεκρών– δίνουν πολλές πληροφορίες. Στην πρώτη ο νεκρός θάβεται με τα μέλη συνεσταλμένα, σε επιμήκη σκάμματα, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει την ανακομιδή των οστών μετά την αποσάρκωση. Η «πριγκίπισσα», όπως ονόμασε το συνεργείο, τον σκελετό της νέας γυναίκας που ανακάλυψε στο σπήλαιο, ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Η οστεολογική εξέταση έδειξε πως ήταν γύρω στα 27, είχε τεκνοποιήσει, ενώ η έρευνα της Αναστασίας Παπαθανασίου έδειξε πως οι αλλοιώσεις του σκελετού οφείλονταν σε ελαφρά αναιμία.
Οι εργασίες που έγιναν για την τουριστική εκμετάλλευση του σπηλαίου τη δεκαετία του ’60, κατέστρεψαν μέρος του πλούτου του. Διέλυσαν και αφάνισαν ταφές. Ευτυχώς όμως σώθηκαν δύο οστεοφυλάκια. Η δυσάρεστη διαδικασία της εκταφής του νεκρού και η πρακτική της ανακομιδής των οστών και της μεταφοράς τους σε άλλη θέση, συνηθιζόταν και τότε. Πλούσιο σε οστεολογικό υλικό το ένα οστεοφυλάκιο, περιελάμβανε 17 ανακομισμένα άτομα, τα οποία τεκμηριώνονται από τα κρανία τους.
Πιο πολλά κρανία
Η αλήθεια είναι πως τα κρανία που βρέθηκαν ήταν πολύ περισσότερα από τα οστά. Τι σημαίνει αυτό; «Οτι οι οικείοι που ανακόμιζαν τα αποσαρκωμένα λείψανα των δικών τους, ενδιαφέρονταν να βγάλουν από το χώμα τα κεφάλια των θαμμένων, τα οποία κατά κανόνα αφαιρούσαν χωρίς να συλλέγουν και τις κάτω σιαγόνες, οι οποίες παρέμειναν στον χώρο της πρωτογενούς ταφής μαζί με τα υπόλοιπα οστά». Οταν ο νεολιθικός άνθρωπος ξέθαβε και ανακόμιζε τον προσφιλή νεκρό, εξηγεί ο κ. Παπαθανασόπουλος, «αναγνώριζε» στο κρανίο τα χαρακτηριστικά του χαμένου δικού του ανθρώπου.
Η έλλειψη βέβαια των κάτω σιαγόνων παραμένει ανεξήγητη, ενώ δυσερμήνευτη θεωρείται μια ομαδική ταφή που αποκαλύφθηκε σε βάθος τεσσάρων μέτρων. Αφορούσε έντεκα άτομα ίσως και περισσότερα, μερικά ακρωτηριασμένα, τα οποία μάλλον «ρίχτηκαν» το ένα πάνω στο άλλο σε πρόχειρο λάκκο. «Ισως πρόκειται για ομαδικό ενδοκοινοτικό μακελειό ή για θύματα εχθρικής εισβολής».
Υπολείμματα καύσης
Από την άλλη, οι κόγχες που βρίσκονται σε διάφορα σημεία της κεντρικής διαδρομής που οδηγεί στην τεράστια αίθουσα των λιμνών, έκρυβαν αναρίθμητα σπασμένα αγγεία καλυμμένα από στρώση μελανότεφρης σταλαγμιτικής άχνης. Η ανασκαφική έρευνα στην κόγχη Κ31 αποκάλυψε «ένα παχύ στρώμα, πάχους 1.10μ. μελανού χρώματος τεφρώδους επίχωσης, ξυλώδους συστάσεως, όπως έδειξε η σχετική ανάλυσή του στο Δημόκριτο, που το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από την καύση ρητινούχων ξύλων και ενδεχομένως αρωματικών θάμνων. Στο κάτω μέρος βρέθηκαν υπολείμματα καύσης - ταφής παιδιών». Σε δύο άλλες κόγχες οι καύσεις έγιναν απευθείας πάνω στο βραχώδες δάπεδο.
Είναι σχεδόν απίστευτο, υπογραμμίζει ο Γ. Παπαθανασόπουλος, ότι σε αυτόν τον μικρό χώρο ταφικών κογχών-καύσεων αποκαλύφθηκαν περισσότερα από 1.400 αγγεία «όλα βέβαια ηθελημένα σπασμένα», από τα οποία «τουλάχιστον τα 700 είναι γραπτά εξαιρετικής ποιότητας, μεταξύ των οποίων και πολλά μοναδικά».
Ολα δείχνουν πως τα αγγεία αυτά τα έσπαγαν στη διάρκεια των ταφικών τελετουργικών ιεροπραξιών, στον χώρο όπου γίνονταν η καύση του νεκρού. Η εναπόθεση των αγγείων, αλλά και το σπάσιμό τους υποδηλώνει «την άσκηση λατρείας των νεκρών και θέτει βασικά ερωτήματα σχετικά με τα ταφικά έθιμα, τις νεκρικές δοξασίες και ασφαλώς τις ιδεολογικές, θρησκευτικού περιεχομένου, αντιλήψεις των νεολιθικών κατοίκων του Διρού για τη ζωή και τον θάνατο».
Οι υποθέσεις είναι πολλές. «Θα μπορούσαν να είναι αγγεία για τον εξευμενισμό μιας θεότητας που διαφεντεύει στον Κάτω Κόσμο, στον κόσμο των σκιών, στον οποίο κινούνται και όλοι οι θαμμένοι στο σπήλαιο προσφιλείς νεκροί». Ή μήπως βρισκόμαστε «μπροστά σε έθιμα ανθρωποθυσιών και μάλιστα μικρών παιδιών και τα έθιμα έχουν σχέση με τη βεβαιωμένη στην Αλεπότρυπα αυξημένη παιδική θνησιμότητα;».
Το θρίλερ του Κάτω Κόσμου
Σίγουρο είναι ότι τα αγγεία αποτελούν πολύτιμα προϊόντα κεραμικής που τα προμηθεύονταν για να τα χρησιμοποιήσουν στις ταφικές πρακτικές και μάλιστα «προνομιούχα άτομα της κυρίαρχης τάξης του Διρού», που όπως πιστεύει ο διακεκριμένος αρχαιολόγος είναι η τάξη των πλούσιων ναυτικών εμπόρων.
«Ο Θάνατος στάθηκε το πρώτο και το κυρίαρχο μυστήριο, το οποίο μαζί με την ανάμνηση, το όνειρο και τη σφοδρή επιθυμία επαφής και συνάντησης με τον θανόντα, οδήγησε στην ιδέα του μεταφυσικού, στην ιδέα της ζωής σε έναν άλλο, άυλο κόσμο, στον Κάτω Κόσμο των νεκρών, όπου σε αναλογία με τους θεσμούς της κοινότητας που ασφαλώς είχε τον αρχηγό της, θα είχε δημιουργηθεί και η αντίληψη για την ύπαρξη ενός αντίστοιχου χθόνιου άρχοντα με θεϊκή υπόσταση».
Τον χώρο όπου γίνονταν οι καύσεις - ταφές ο κ. Παπαθανασόπουλος τον ονομάζει «εναγιστήριο» από το οποίο παρέχεται η θέαση της τεράστιας αίθουσας των λιμνών. Εκεί, η αίσθηση του χάους προκαλεί δέος. «Οι δάδες με τις οποίες φωτίζονταν η αίθουσα, προφανώς φόρτιζαν συναισθηματικά την ατμόσφαιρα, προκαλώντας στον νεολιθικό άνθρωπο την αίσθηση του δέους ενός Κάτω Κόσμου και της λατρείας του».
Η Αλεπότρυπα ήταν ο κατάλληλος χώρος για να διαμορφωθεί η αντίληψη του Κάτω Κόσμου και της θεότητας των νεκρών. Στο τέλος μάλιστα της νεολιθικής εποχής αναγνωρίζονται στο σπήλαιο τελετουργικές ιερουργίες που τεκμηριώνουν συναισθήματα και εκδηλώσεις τιμής προς τους νεκρούς. «Και είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς: δεν θα μπορούσε άραγε να είναι αυτή η θεότητα ο παλαιός, αρχέγονος, χθόνιος Ποσειδώνας, ο προστάτης του γλυκού πόσιμου νερού των πηγών, των ποταμών και των λιμνών;». Μην ξεχνάμε ότι το νερό της Αλεπότρυπας ήταν το μοναδικό πόσιμο νερό της περιοχής. «Δηλαδή, δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στη νεολιθική Αλεπότρυπα το λίκνο της λατρείας του στη Λακωνία;».
Το Στόμιο του Αδη
Ο σεισμός του 3200 π.Χ., υπογραμμίζει ο κ. Παπαθανασόπουλος, ερήμωσε τον τόπο και τα λατρευτικά έθιμα των νεκρών διακόπηκαν. Οι αναχωρητές, όμως, μετέφεραν μαζί τους μνήμες και συνήθειες. «Ο χθόνιος Ποσειδώνας του Διρού, όπως πιστεύω, κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου φαίνεται εξακολουθεί να λατρεύεται και έτσι ίσως βρίσκει ικανοποιητική εξήγηση και η πολύ μεταγενέστερη λατρεία του, από τον 8ο αι.π.Χ. τουλάχιστον, ακριβώς στο στόμιο μιας σπηλιάς στο Πόρτο Στέρνες στην άκρη του Ταινάρου, που πιστευόταν τότε ότι ήταν το Στόμιο του Αδη».
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, θυμίζει ο ανασκαφέας, γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ., τότε που οι γνωστοί ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους Ολύμπιοι θεοί, ύστερα από τη μακρά περίοδο της υπαίθριας λατρείας τους αρχίζουν να αποκτούν τη δική τους στέγη, τον ναό, η μυθική παράδοση, απρόσμενα αλλά όχι ανερμήνευτα, τοποθετεί στην άκρη του Ταινάρου, λίγο πριν από τη μύτη του ακρωτηρίου, σε μια μικρή σπηλιά του όρμου των «Ασωμάτων», τη λατρεία του Αδη και του Ποσειδώνα».
Ο μελετητής της αρχαίας ελληνικής θρησκείας Νίκος Παπαχατζής, είχε διατυπώσει τη θεωρία ότι η λατρεία στο Ταίναρο μεταφέρθηκε από την προδωρική Λακωνία και την Αρκαδία. Οταν βέβαια είχε διατυπωθεί η συγκεκριμένη άποψη «δεν είχε αποκαλυφθεί το εύρημα του Διρού», επεσήμανε και στην ομιλία του ο κ. Παπαθανασόπουλος. «Δεν είχε ακόμη “μιλήσει” η Αλεπότρυπα οπότε δεν είχε προκύψει το συμπέρασμα ότι είναι πολύ πιθανότερο η λατρεία του Αδη και του χθόνιου Ποσειδώνα στο Ταίναρο να μεταφέρθηκε από το μακρινό παρελθόν του ίδιου του ακρωτηρίου, τη νεολιθική Αλεπότρυπα, παρά από την Αρκαδία».