Ο μονόλογος της αζευγάρωτης κάλτσας
Είμαι μια από τις κάλτσες σου. Είναι εύκολο να καταλάβεις ποια ακριβώς. Ξεχωρίζω, βλέπεις, ποικιλλοιτρόπως: Όχι μόνο είμαι μία από τις ελάχιστες έγχρωμες παρουσίες μέσα σε αυτή τη μαυρίλα που ονομάζεις συρτάρι καλτσών, αλλά είμαι και η μόνη αζευγάρωτη. Σόλο. Μπουκάλα. Χήρα.
Φυσικά δεν ήμουν πάντα έτσι. Όπως όλες οι καθωσπρέπει κάλτσες, είχα κι εγώ το ζευγάρι μου. Μαζί μας αγόρασες μία μέρα που διάβασες σε ένα περιοδικό ότι τα ρούχα επηρρεάζουν τη διάθεσή μας και ότι αν φοράμε όλο σκούρα να μην αναρωτιόμαστε γιατί τα βλέπουμε όλα μαύρα (δεν ισχύει μόνο για τα γυαλιά ηλίου, δηλαδή). Είπες λοιπόν κι εσύ να βάλεις λίγο χρώμα στη ζωή σου σε μία προσπάθεια αυτοθεραπείας της -σχεδόν μόνιμα- κακής σου διάθεσης. Ξεκίνησες με εμάς: ένα ζευγάρι μωβ (ανοιχτό μωβ, όχι πεθαμενατζίδικο) κάλτσες.
Με τον Μίμη δεν είμασταν και από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια. Ούτε μαλώναμε. Αλλά ήταν το ζευγάρι μου. Αγκαλιά κοιμόμασταν στο συρτάρι σου και αποχωριζόμασταν μόνο όταν μας φορούσες (που δεν ήταν πολύ συχνά). Και βέβαια στο πλυντήριο, ευρύτερα γνωστό στον καλτσόκοσμο ως το εβδομαδιαίο όργιο. Τα σόδομα και τα γόμορα γίνονται εκεί μέσα, μπλέκουν οι κάλτσες τα μπούτια τους, δεν ξέρουν ποια πηγαίνει με ποια. Στην αρχή τσινούσα. Μπορεί ο Μίμης να μην ήταν φωτομοντέλο, αλλά ήταν δικός μου. Δεν ήθελα να τον δω με καμιά άλλη. Μετά όμως συνειδητοποίησα πως δεν έιχα άλλη επιλογή από το να πάω με το ρεύμα. Στη πιο χαλαρή αυτή μου προσέγγιση συνέβαλε βέβαια και το γεγονός ότι κάποιοιες από τις άλλες κάλτσες θα μπορούσαν να ήταν φωτομοντέλα. Άσε που είναι τόσο γρήγορες οι στροφές μέσα στον κάδο που ζαλίζεσαι και ούτε πολυκαταλαβαίνεις με ποιον πηγαίνεις ή πού είναι ο Μίμης. Και στο τέλος κάθε πλύσης, περίμενα πώς και πώς τη στιγμή που θα μας ξαναέκανες ζευγάρι και θα κοιμόμασταν αγκαλιά.
Μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες λοιπόν είδα τον Μίμη για τελευταία φορά. Δεν το ήξερα βέβαια πως ήταν η τελευταία φορά, αλλιώς θα του έλεγα κάτι πιο γλυκό από 'καλά να περάσεις με την καινούρια' (είχαμε νέα άφιξη στο συρτάρι και ένιωθα λίγο παραμελημένη. Όχι μόνο από τον Μίμη, αλλά βλέπεις μόνο σε αυτόν είχα το δικαίωμα να παραπονιέμαι). Κυριακή λοιπόν είναι πάντα η μέρα του πλυντηρίου. Πάντα ξυπνάς αργά τις Κυριακές, πίνεις τον καφέ σου και μετά βλασφημάς που έχεις να βάλεις πληντύριο. Όλα έμοιαζαν να ακολουθούν αυτή τη ρουτίνα. Μετά την πλύση μας άπλωσες να στεγνώσουμε. Δεν μπορούσα να δω τον Μίμη, αλλά δεν ανησύχησα. Μου έκρυβε τη θέα ένα πουλόβερ και φαντάστηκα θα ήταν από πίσω του (ποτέ δεν έμαθες να πλένεις ή να απλώνεις σωστά, παρεμπιπόντως).
Όταν το βράδυ μας μάζεψες και άρχισες να μας κάνεις ζευγάρια, σκεφτόμουν ότι πραγματικά μου είχε λείψει ο καλός μου και τι ωραία που θα ήταν αν περνούσαμε ένα ήσχυχο κυριακάτικο βράδυ αγκαλιά. Σε έβλεπα να παίρνεις κάλτσα μετά την κάλτσα και να τις ζευγαρώνεις και έκλεισα τα μάτια περιμένοντας τη σειρά μου. Όταν τα ξαναάνοιξα, συνειδηποίησα πως ήμουν μόνη στο καλάθι. Όλες οι άλλες κάλτσες είχαν ξαναβρεί το τάιρι τους, μα ο Μίμης πουθενά. Εσύ μουρμούρισες κάτι, πήγες πίσω στο πλυντήριο, κοίταξες και κάτω από την απλώστρα...πουθενά ο Μίμης. Είχα ακούσει στο παρελθόν για κάλτες που εξαφανίζονται μυστηριωδώς κατά την πλύση, αλλά νόμιζα ότι ήταν θρύλος. Να που έλαχε σε μένα (και στον καημένο τον Μίμη) να επαληθεύσουμε το θρύλο.
Από εκείνο το βράδυ είμαι μόνη μου και σε αχρηστία. Συνεχίζω να μένω στο συρτάρι, γιατί δεν πετάς τίποτα, οπότε δε σου πήγε καρδιά να με ξεφορτωθείς. Από τότε λοιπόν περιμένω. Γιατί ο θρύλος λέει πως, έτσι όπως εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, κάποιες από τις εξαφανισμένες κάλτσες ξαναεμφανίζονται, κάποιες φορές μήνες αργότερα. Αφού λοιπόν το α μέρος του θρύλου είναι αλήθεια, ίσως να είναι και το β.
Δεν είναι εύκολο να περιμένεις. Με τρώει η αγωνία για το πού να βρίσκεται ο Μίμης. Και για το αν με σκέφτεται καθόλου. Όλες οι άλλες κάλτσες κοιμούνται κάθε βράδυ αγκαλιά με τα ταίρια τους κι εμένα με τρώει η ζήλια. Και έχω τη ζήλια μου έχω γίνει πικρόχολη και καμιά άλλη κάλτσα δε μου μιλάει πια. Ούτε στο πλυντήριο με βάζεις πλέον, αφού δε με φοράς. Το πλυντήριο δε μου λείπει. Μου λείπει το να με φορέσεις, να θυμηθώ ποια είμαι να νιώσω χρήσιμη. Πολλές φορές εύχομαι να χαθεί στο πλύσιμο κάποια άλλη κάλτσα και ίσως τότε να μας κάνεις ζευγάρι, και ας μην ταιριάζουμε. Στο κάτω-κάτω δε θα μας δει κανείς. Αλλά με αυτή τη σκεψη μελαγχολώ, γιατί συνειδητοποιώ ότι ποτέ κανένας δε θα ξαναείναι το ζευγάρι μου.
Και, το πιστεύεις; Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ εκτιμώ τον Μίμη και αυτό που είχαμε. Και τόσο πιο πολύ μου λείπει. Το ίδιο που έχεις πάθει κι εσύ με τον Σταύρο. Μόνο που ο Σταύρος δε χάθηκε στην πλύση, αλλά χάθηκε κι αυτός χωρίς να δώσει εξήγηση. Και από τότε σε έχουν φάει κι εσένα τα γιατί και τα και άμα.
Η διαφορά μας είναι ότι εσυ ποτέ δε θα μάθεις με σιγουριά αν ο Σταύρος ήταν όντως το ζευγάρι σου. Αυτά τα πράγματα τα ξέρουν σίγουρα μόνο οι κάλτσες. Κι έτσι θα μπορέσεις κάποια στιγμή να συνεχίσεις τη ζωή σου, γιατί όσο περνάει ο καιρός θα σου φαίνεται ότι ο Σταύρος μάλλον δεν ήταν το ζευγάρι σου και κάποιος καινούριος που γνώρισες σου ταιριάζει πιο πολύ.
Και όταν κάποια στιγμή έρθει η ώρα σου να ξανακοιμηθείς ευτυχισμένη στην αγκαλιά κάποιου, εγώ θα κοιμάμαι ακόμα μόνη μου στο ίδιο συρτάρι. Και δε θα ξέρω τι είναι πιο δύσκολο να αντέξω: Την αναμονή για κάτι που μάλλον δε θα επιστρέψει ποτέ, ή τη γνώση ότι έχασα το μοναδικό ζευγάρι που θα μπορούσα να έχω.