Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζουν με δανεικά
Του FREDERIC F. CLAIRMONT*
Μέχρι σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφερναν να χρησιμοποιούν τον υπόλοιπο κόσμο για να χρηματοδοτήσουν την οικονομική τους ανάπτυξη. Πλησιάζει, άραγε, στο τέλος της αυτή η πραγματική οικονομική εξαίρεση, η οποία συνέβαλε στην ευημερία τους;
Η έκρηξη των πολεμικών δαπανών, σε συνδυασμό με το δημόσιο δανεισμό και τις ανισορροπίες της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει κάνει ακόμη και τις χρηματιστικές αγορές να ανησυχούν.
Τη στιγμή που ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών (ύψους περίπου 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων) ισοδυναμεί, στην ουσία, με το άθροισμα των στρατιωτικών προϋπολογισμών όλων των υπόλοιπων κρατών του πλανήτη, εύλογα αναρωτιέται κανείς για ενδεχόμενες ρωγμές στο οικονομικό οικοδόμημα μιας αυτοκρατορίας που θεωρεί ότι είναι πανίσχυρη. Ενα οικοδόμημα που ήδη κλονίστηκε πολύ σοβαρά από το κύμα κερδοσκοπικών πιέσεων της δεκαετίας του '90, όταν ήρθε στην επιφάνεια η εγκληματική δραστηριότητα των πρωταγωνιστών του συστήματος: των σημαντικότερων παγκόσμιων τραπεζών επενδύσεων, των πέντε (τεσσάρων, πλέον) εταιρειών ορκωτών λογιστών, των εταιρειών δημοσίων σχέσεων, των γιγάντων της διαφήμισης και των επιφανέστερων δικηγορικών γραφείων.
Μεταξύ των στοιχείων μιας χρηματοοικονομικής δομής σε αποσύνθεση, περισσότερο ανησυχητικό προβάλλει το ύψος του δανεισμού. Για το 2001, ο δανεισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιστοιχούσε στο 31% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), σε σχέση με ποσοστό 26% για την Ευρωπαϊκή Ενωση και 12% για την Ιαπωνία. Τρεις περιοχές του κόσμου, όπου διαγράφεται το φάσμα του αποπληθωρισμού, σε ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της παραγωγής και του εμπορίου. Με την εξαίρεση της Κίνας, η βιομηχανία λειτουργεί στο 65% του παραγωγικού δυναμικού της. Για τρίτη διαδοχική χρονιά, τα χρηματιστήρια συνεχίζουν να κατακρημνίζονται.
Ο δείκτης Conference Board, της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, υποχώρησε από τις 145 μονάδες, όπου βρισκόταν στις αρχές του 2000, στις 80 μονάδες περίπου στις αρχές του 2003 (με βάση 100 μονάδων το έτος 1985). Οσο για το δολάριο, έχει χάσει το 12% της αξίας του σε σχέση με ένα καλάθι διαφόρων νομισμάτων από τον Ιανουάριο του 2002 και 26% της αξίας του έναντι του ευρώ από το 2000, γεγονός που αντιπροσωπεύει μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτά τα κάπως αποσπασματικά στοιχεία, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανεργία(1), την καθήλωση των μισθών και μια κατανάλωση που δυσκολεύεται να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα, συνθέτουν μια εικόνα που δεν προκαλεί αισιοδοξία.
Ο δανεισμός
Για να επιστρέψουμε στο χρέος, το οποίο προσλαμβάνει αστρονομικές διαστάσεις, η αποπληρωμή του γίνεται με διαφορετικού ύψους επιτόκια. Μέσα σε ένα περιβάλλον αποπληθωρισμού, η εξυπηρέτηση του χρέους για το επόμενο διάστημα θα αποδειχθεί εξαιρετικά δυσβάστακτη.
Η ανάλυση που ακολουθεί θα επικεντρωθεί σε τρεις όψεις του δανεισμού. Η πρώτη όψη αφορά την εξέλιξη του όγκου του δανεισμού στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες και περιλαμβάνει πέντε τομείς: το δημόσιο δανεισμό, το δανεισμό των νοικοκυριών και, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, το μη χρηματοοικονομικό δανεισμό, καθώς και τον εσωτερικό και εξωτερικό χρηματοοικονομικό δανεισμό. Η δεύτερη όψη αφορά το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και η τρίτη την εξέλιξη της καθαρής εξωτερικής σχέσης.
Η διόγκωση του συνολικού δανεισμού είναι εντυπωσιακή: από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1964, πέρασε στα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2002. Εξετάζοντας λεπτομερέστερα τη σύνθεση του δανεισμού, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η πρωτοφανής διόγκωση του εσωτερικού χρηματοοικονομικού δανεισμού των επιχειρήσεων: από 53 δισεκατομμύρια δολάρια πέρασε στα 7,62 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 72% του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενας από τους κινητήρες αυτού του τεράστιου άλματος υπήρξε η φρενίτιδα των συγχωνεύσεων-εξαγορών, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν μέσω δανεισμού. Κάτι που έγινε εμφανές κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από το 1980 ώς το 1998, ιδιαίτερα με τη συγκέντρωση στον τραπεζικό κλάδο, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Ωστόσο, ο όγκος των συγχωνεύσεων-εξαγορών στον κλάδο αυτό ανέρχεται στα 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτές οι αδηφάγες εξαγορές, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν με πίστωση, δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού, τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς το ρυθμό τους. Η κατανομή τους, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά άνιση: στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, όπου ζει το 84% του παγκόσμιου πληθυσμού, εδρεύουν μόνο 16 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο, σύμφωνα με την κατάταξη των Financial Times.
Η ιλιγγιώδης αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών δείχνει ότι ο αμερικανός καταναλωτής ζει με πίστωση. Μέσα σε τέσσερις δεκαετίες, ο δανεισμός αυτός πέρασε από τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, το 1964, στα 7,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2002. Το 1985, ο δανεισμός των νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο 26% του ιδιωτικού εισοδήματος, ενώ στα τέλη του 2002 έφθασε το 40%.
Η αποταμίευση
Αυτή η εντυπωσιακή υποχώρηση της αποταμίευσης είναι ένα από τα συμπτώματα εκφυλισμού του αμερικανικού καπιταλισμού, εάν δεχτούμε ότι η αποταμίευση και η επένδυση αποτελούν βασικά στοιχεία της συσσώρευσης κεφαλαίου.
Σύμφωνα με την τράπεζα Μόργκαν Στάνλεϊ, το καθαρό εθνικό ποσοστό αποταμίευσης (δηλαδή το σύνολο της αποταμίευσης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του κράτους ως ποσοστό του ΑΕΠ) άγγιξε το χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών κατά το τρίτο τρίμηνο του 2002: 1,6%, δηλαδή λιγότερο από το ένα τρίτο του μέσου όρου της δεκαετίας του '90 και περίπου το ένα έκτο των δεκαετιών του '60 και του '70. Το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού, που έχει επιλέξει το επιτελείο Μπους(2), θα οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση του ποσοστού αποταμίευσης.
Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι: κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός παρουσίαζε πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ και το ποσοστό αποταμίευσης έφθανε το 6,4%. Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2002, καταγραφόταν έλλειμμα 1,8%.
Το σημείο-κλειδί του δανεισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αχίλλειο πτέρνα τους, είναι η ταχεία επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών(3). Από την άποψη αυτή, είναι δυνατή μια σύγκριση ανάμεσα στην κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών της βρετανικής αυτοκρατορίας στο απόγειό της, πριν από το 1914, και τη σημερινή κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά τις δεκαετίες πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το σχετικό πλεόνασμα του Ηνωμένου Βασιλείου κυμαινόταν γύρω στο 4% του ΑΕΠ. Η σημερινή αμερικανική αυτοκρατορία, με τις εύθραυστες χρηματοοικονομικές δομές της, υποφέρει από ένα χρόνιο έλλειμμα 5% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο πληρωμών.
Προνόμια του δολαρίου
Κατά τη δεκαετία του '90, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης κατέστη δυνατή μέσω ενός ανεξέλεγκτου εξωτερικού δανεισμού, που επέτρεψε τη χρηματοδότηση εισαγωγών.
Οι εισαγωγές αυτές, που διογκώνονται διαρκώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, υπερβαίνουν κατά 42% την αξία των αμερικανικών εξαγωγών.
Ο περιορισμός της διαφοράς αυτής είναι σχεδόν αδύνατος, εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών προϊόντων στις παγκόσμιες αγορές, παρά και τη διολίσθηση του δολαρίου.
Για να ισοσκελιστεί ένα έλλειμμα 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο ισοζύγιο πληρωμών, το οποίο, μάλιστα, διευρύνεται κατά 10% ετησίως, απαιτούνται εισροές σχεδόν 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων ανά εργάσιμη ημέρα, δηλαδή το 76% του παγκόσμιου πλεονάσματος των ισοζυγίων πληρωμών.
Πρόκειται για μια δυσβάστακτη κατάσταση, ακόμη και βραχυπρόθεσμα. Μολονότι τα ξένα κεφάλαια εξακολουθούν να τοποθετούνται στις χρηματιστικές αγορές των ΗΠΑ, το κάνουν πια με μειωμένο ρυθμό: ο όγκος των ξένων ιδιωτικών τοποθετήσεων είχε αυξηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων το 2000 -τη χρονιά του κραχ του δείκτη Nasdaq(4)-, για να υποχωρήσει σήμερα στο επίπεδο των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα πρώτα σημάδια απόσυρσης των ξένων κεφαλαίων από τις αμερικανικές χρηματιστικές αγορές είναι ορατά.
Βέβαια, δεν πρόκειται ακόμη παρά για ένα μικρό ρυάκι, θα μπορούσε, όμως, να μετατραπεί σε παλιρροϊκό κύμα εξαιτίας των πολέμων στη Μέση Ανατολή και σε άλλα σημεία του πλανήτη τους οποίους έχει προγραμματίσει να διεξαγάγει ο Μπους μετά τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ. Ακριβώς όπως ένας τοξικομανής με τα ναρκωτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πια απόλυτα εξαρτημένες από την εισροή ξένων κεφαλαίων για να χρηματοδοτούν τα δημοσιονομικά ανοίγματά τους.
Εισροή κεφαλαίων
Οι ξένοι επενδυτές κατέχουν πάνω από το 18% του μετοχικού κεφαλαίου των αμερικανικών εισηγμένων εταιρειών και το 42% των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου.
Τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να αφήσουν τη χώρα μέσα σε μια στιγμή, με το πάτημα κάποιων πλήκτρων ενός υπολογιστή. Η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, θα οδηγήσει στην αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης τουλάχιστον στο 6% του ΑΕΠ το 2003.
Παραδοσιακά, η χρηματοδότηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών γινόταν από τις υψηλότερες αποδόσεις των αμερικανικών κινητών αξιών, που ήταν πιο υψηλές από αλλού. Σήμερα όμως χάνουν την ελκυστικότητά τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το αποκλειστικό προνόμιο να δανείζονται στο δικό τους νόμισμα και τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε υποτίμηση του χρέους τους. Διατηρούν το δικαίωμα να το κάνουν. Τυπώνοντας νέα πράσινα χαρτιά, η ηγετική κάστα πληρώνει τις εισαγωγές της χώρας με χρήμα μονόπολης. Καμία άλλη χώρα δεν έχει αυτό το προνόμιο, το οποίο, βέβαια, θα μπορούσε να αποδειχθεί εφήμερο στη σημερινή συγκυρία των μουδιασμένων χρηματιστικών αγορών.
Αυτό το πλήθος ελλειμμάτων επιδεινώνει την καθαρή εξωτερική θέση των ΗΠΑ, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των εξωτερικών τους απαιτήσεων και των εξωτερικών τους υποχρεώσεων. Μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα -από το 1999 ώς το 2002- η αρνητική διαφορά επιδεινώθηκε σημαντικά: πέρασε από το 1,9 στα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, αποτέλεσμα της συσσώρευσης τρεχόντων ελλειμμάτων.
Οι ρωγμές των αμερικανικών χρηματιστικών δομών δεν έχουν εμποδίσει την έκρηξη των ανισοτήτων. Χωρίς αμφιβολία, οι πλούσιοι είχαν κάποιες ζημίες από τη χρηματιστηριακή κατάρρευση, ωστόσο οι 10.000 οικογένειες με τα υψηλότερα εισοδήματα κατέχουν όσα και τα 20 εκατομμύρια των φτωχότερων οικογενειών. Σύμφωνα με την Proxinvest, στις 500 επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του περιοδικού Fortune, η ετήσια αμοιβή ενός προέδρου αντιστοιχούσε, το 1970, στους μισθούς 40 εργαζομένων, ενώ, σήμερα, η σχέση είναι 1 προς 531.
Η κρίση της χώρας
Το 1950, τα έσοδα από φορολογία των επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο 25% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Το 2001, το σχετικό ποσοστό ήταν μόνο 8,9%.
Ενας δανεισμός που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και τόσο έντονες αντιθέσεις δεν αποτελούν παραδοξότητες, αλλά αποτελούν μέρος της κλινικής εικόνας του ασθενούς αμερικανικού κοινωνικού ιστού. Και είναι οι ίδιες οι αγορές που αρχίζουν να ανησυχούν για την κατάσταση της υγείας τους, με την πορεία του δολαρίου να αποτελεί θερμόμετρο, όπως εξηγεί ο Κριστιάν ντε Μπουασιέ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris-I και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης, ο οποίος σχολιάζει την υποχώρηση του αμερικανικού νομίσματος: «Κάτι συνέβη την άνοιξη του 2002. Ξαφνικά, οι αγορές άλλαξαν υπόδειγμα. Αρχισαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο μη επιτυχούς αντιμετώπισης των 'δίδυμων' αμερικανικών ανισορροπιών, δηλαδή του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών, που είναι σημαντικό εδώ και χρόνια, και του δημοσιονομικού ελλείμματος, που παρουσιάστηκε πρόσφατα εξαιτίας της μείωσης των φόρων και της αύξησης των δαπανών. Το 2003, ο ρυθμός ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι διπλάσιος από τον δικό μας, αλλά η ανησυχία για τα ελλείμματα παραμένει. Εχουμε ήδη ξεπεράσει ένα ψυχολογικό όριο. Πέρα από ένα ορισμένο σημείο, ο φόβος σχετικά με τις οικονομικές ανισορροπίες υπερκερνά την αισιοδοξία όσον αφορά τις επιδόσεις της οικονομίας(5)».
Ο Μπους, που θα προωθήσει για ψήφιση στο Κονγκρέσο τη νέα αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι αυτό το ψυχολογικό όριο έχει ξεπεραστεί...
(1) Το -πολύ υποτιμημένο- επίσημο ποσοστό πέρασε από το 4,4% το Φεβρουάριο του 2000 στο 6,4% το Φεβρουάριο του 2003, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας.
(2) Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 304 ώς 375 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2003 και από 307 ώς 425 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2004, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος του πολέμου εναντίον του Ιράκ.
(3) Το ισοζύγιο πληρωμών δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και τη διαφορά των κινήσεων κεφαλαίων. Οταν μια χώρα αγοράζει από το εξωτερικό περισσότερα από όσα πουλά, είναι υποχρεωμένη να χρηματοδοτήσει τη διαφορά μέσω δανεισμού, πράγμα που αυξάνει ισόποσα το εξωτερικό χρέος της.
(4) Ο δείκτης Nasdaq των μετοχών υψηλής τεχνολογίας είχε φθάσει στο υψηλότερο σημείο του (5.048 μονάδες) στις 10 Μαρτίου 2000. Σήμερα βρίσκεται κάτω από τις 1.300 μονάδες.
(5) «Voilza que les marches redecouvrent les deficits americains», συζήτηση με τον Christian de Boissieu, Le Figaro Economie, 19 Μαρτίου 2003.
*Οικονομολόγος.
http://www.enet.gr/online/online_p1_tex ... d=36642944
LE-MONDE - 25/05/2003