Και πριν πιάσουμε αναρτησιολογία, μιά συμπλήρωση στην λαστιχολογία:
Με τη θερμοκρασία του πέλματος ως αξιόπιστη ένδειξη, φουσκώνουμε και ξεφουσκώνουμε συνεχώς χωρίς να μας απασχολεί η πραγματική πίεση, απλώς ψάχνοντας τις ιδανικές θερμοκρασίες.
Κάθε λάστιχο έχει και διαφορετική θερμοκρασία λειτουργίας, αλλά για τα περισσότερα αγωνιστικά λάστιχα που θα χρησιμοποιούσαμε π.χ. στα Μέγαρα, η 'καλή' θερμοκρασία είναι ανάμεσα στους 75 και τους 95 βαθμούς. Στην πράξη, σε ένα προσθιοκίνητο αγωνιστικό στα Μέγαρα ψάχνουμε για κατανομή π.χ. 85-75-65 (εξωτ.-μέση-εσωτ.) στο εμπρός αριστερό λάστιχο, το οποίο ζορίζεται περισσότερο από τα τέσσερα (τα πίσω, φυσικά, ποτέ δεν θα ανεβάσουν τόσο υψηλή θερμοκρασία, θα είναι 25-30 βαθμούς πιό κάτω).
Προσοχή τώρα: για να μην ξεκινάμε κάθε φορά από το μηδέν, όταν εντοπίσουμε τη σωστή κατανομή θερμοκρασίας και την αντίστοιχα καλή συμπεριφορά, κρατάμε την αντίστοιχη πίεση (όπως είναι, ζεστό) και, από εδώ και πέρα, χρησιμοποιούμε την πίεση αυτή ως οδηγό. Όσο δεν αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα της εξωτερικής θερμοκρασίας ή της ανάρτησης, τότε κάθε φορά που πηγαίνουμε στην πίστα, κάνουμε μερικούς γύρους για να ζεσταθούν τα λάστιχα και ρυθμίζουμε την 'ζεστή' πίεση σε αντιστοιχία με αυτό που ξέρουμε ότι δουλεύει.
Και ένα κουίζ: σε ένα προσθιοκίνητο αγωνιστικό που γυρίζει στα Μέγαρα με δυναμική πίεση 2.7 bar (περίπου 39psi) εμπρός και πίσω, τί θα βρούμε το άλλο πρωί στα λάστιχα όταν θα έχουν κρυώσει τελείως; (η απάντηση του κουίζ είναι και η 'κρύα' πίεση από την οποία θα ξεκινήσουμε την επόμενη φορά ώστε να βρούμε πιό γρήγορα το ιδανικό)
Υ.Γ.1: τα παραπάνω ΔΕΝ ισχύουν σε απλά λάστιχα δρόμου, τα οποία λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο και σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες
Υ.Γ.2: ο αέρας είναι ΤΣΑΜΠΑ, δεν επιτρέπεται να μην είναι πάντα σωστός
Υ.Γ.3: παρόμοια ισχύουν στις αναβάσεις, αλλά και στα ράλι (ακόμα και στο χώμα), απλώς αλλάζουν γόμες και πιέσεις, αφού η διάρκεια είναι πολύ μικρότερη