Πρωταθλητές» στη φτώχεια οι κάτοικοι Λακωνίας
«E» 30/7
ΡΕΠΟΡΤΑΖ:Κατερίνα Κοσμά
kosma@pegasus.gr
Φτωχούς συγγενείς των υπόλοιπων Ελλήνων και ιδιαίτερα των Αθηναίων αποτελούν σήμερα οι Λάκωνες, αφού το ετήσιο εισόδημά τους μόλις και μετά βίας φτάνει στο μισό από αυτό που δηλώνουν οι πρωτευουσιάνοι.
Στη λίστα της... φτώχειας ακολουθούν ακόμη οι κάτοικοι της Πέλλας, της Καστοριάς και της Πιερίας, οι οποίοι βάζουν στην τσέπη τους ποσά μικρότερα των 10.000 ευρώ ετησίως, χαμηλότερα κατά 25% με 35% του μέσου όρου της χώρας.
Στον αντίποδα, οι πλούσιοι κατανέμονται γεωγραφικά σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα. Εκτός από τους Αθηναίους και τους Θεσσαλονικείς υψηλά εισοδήματα δηλώνουν οι κάτοικοι της Κοζάνης, της Αχαϊας, των Ιωαννίνων, της Μαγνησίας, του Ρεθύμνου, της Εύβοιας και του Ηρακλείου.
Η άνιση κατανομή του πλούτου της χώρας αναπόφευκτα χωρίζει τους Ελληνες σε «πατρικίους» και «πληβείους», ενώ η εισοδηματική «ψαλίδα» είναι ο λόγος που περίπου δύο εκατ. συμπολίτες μας βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, δίνοντας πραγματική μάχη για την επιβίωσή τους.
Αδικία
Ενδεικτικό της αδικίας αυτής, που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας, είναι το παράδειγμα των Λακώνων, οι οποίοι δηλώνουν εισόδημα χαμηλότερο κατά 7,5 χιλιάδες ευρώ από τους Αθηναίους, τους πλουσιότερους δηλαδή Ελληνες.
Την ίδια ώρα στους νομούς Ηλείας, Ροδόπης, Φλώρινας και Φωκίδας τα ταμείο είναι... μείον: οι αποταμιευτικές καταθέσεις των κατοίκων των παραπάνω περιοχών αντιστοιχούν μόλις στο ένα τέταρτο των καταθέσεων των Αθηναίων.
Πέραν, όμως, της εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα που έχει άμεσες επιπτώσεις στο πορτοφόλι μας παρατηρούνται και ευτράπελα: οι Ευρυτάνες, με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αναδεικνύονται μετά τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου σε «πρωταθλητές» αποταμίευσης, ενώ «μετάλλιο» παίρνουν ακόμη Κεφαλλονίτες και Χιώτες!
Τον χάρτη των οικονομικών ανισοτήτων σκιαγραφούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος και η βάση δεδομένων της έκδοσης «Οι Νομοί της Ελλάδος» της Allmedia Publications.
O μισός πλούτος της Ελλάδας, σύμφωνα με τα στοιχεία, παράγεται στην Αττική. Το Λεκανοπέδιο συγκεντρώνει το ένα τρίτο του πληθυσμού και παράγει το 47,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας έναντι 45,5% το 2000. Με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 27,4 χιλιάδων ευρώ, 33% υψηλότερο από τον μέσο όρο, η Αττική κατατάσσεται 1η με βάση το κριτήριο αυτό.
Από τους 52 νομούς της χώρας ο μοναδικός που έχει υποστεί συρρίκνωση του πλούτου του είναι της Καστοριάς. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην περιοχή μειώθηκε από 12.374 ευρώ το 2003 σε 12.371 ευρώ το 2004 εξαιτίας της καθίζησης που σημειώθηκε στην αγορά γούνας.
Σε απόλυτους αριθμούς, η μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ καταγράφεται το 2004 στη Βοιωτία (34.289 ευρώ) λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης βιομηχανιών στην περιοχή.
Ακολουθεί η Αττική, ενώ στην πεντάδα βρίσκονται τα Δωδεκάνησα και οι Κυκλάδες χάρη στην ανάπτυξη του τουριστικού τομέα, καθώς επίσης η Κορινθία λόγω των διυλιστηρίων και των κατασκευαστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον νομό.
Το «τοπ 10» συμπληρώνεται με τη Ζάκυνθο, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, τη Μαγνησία και το Λασίθι, ενώ από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει το συμπέρασμα ότι, όπου υπάρχει συγκέντρωση. τόσο ταχύτερη είναι η ανάπτυξη της περιοχής.
Στους παραπάνω, εξάλλου, νομούς το σύνολο του πλούτου προέρχεται από τις υπηρεσίες με σημαντικότερη τη συμβολή του τουρισμού (ξενοδοχεία και εστιατόρια).
Ειδικά για τα Δωδεκάνησα αξίζει να αναφέρουμε ότι παράγουν το 2% του ΑΕΠ της χώρας (8η μεγαλύτερη συμμετοχή ανάμεσα στους 52 νομούς) από το οποίο το 85% προέρχεται από το τουριστικό προϊόν. Στο συγκεκριμένο νομό αναλογεί το 7,5% της παραγωγής των ξενοδοχείων - εστιατορίων της χώρας, η 2η μεγαλύτερη συμμετοχή μετά την πρωτεύουσα.
Για τη Βοιωτία αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η εικόνα εμφανίζεται διαφορετική αν υπολογιστούν και οι υπόλοιποι δείκτες ευημερίας. Παρά το υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στους κατοίκους της αναλογούν μόλις 20 αυτοκίνητα ανά 100 άτομα, η μέση αποταμιευτική κατάθεση ισοδυναμεί σε μόλις 61% του μέσου όρου της χώρας, ενώ το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή ανήλθε πέρυσι στο 10,9% αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της χώρας.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφηκε στους νομούς Τρικάλων, Ιωαννίνων και Ρεθύμνου.
Σε απόλυτους, όμως, και πάλι αριθμούς οι 10 νομοί που εμφανίζουν το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι της Ευρυτανίας, των Σερρών, της Ηλείας, της Αρτας, της Καρδίτσας, της Αιτωλοακαρνανίας, της Δράμας, της Μεσσηνίας, της Ροδόπης και της Λακωνίας. Εξάλλου 28 νομοί παρουσίασαν το 2004 αύξηση του πλούτου τους με βραδύτερους ρυθμούς από το 2003.
Στο σύνολο της χώρας το μέσο δηλωθέν εισόδημα ανά φορολογούμενο διαμορφώνεται στα 13.749 ευρώ. Το μεγαλύτερο εισόδημα για το έτος 2005 έχει ο νομός Αττικής με 16.597 ευρώ ανά φορολογούμενο. Ακολουθούν οι νομοί Θεσσαλονίκης και Κοζάνης με 13.849 και 13.530 ευρώ αντίστοιχα.
Ανισότητα
Σε αντίθεση, ο νομός με το χαμηλότερο δηλωθέν εισόδημα είναι ο νομός Λακωνίας με 9.053 ευρώ. Παρατηρείται δηλαδή μια εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των νομών της Ελλάδας που αγγίζει τα 7.544 ευρώ.
Με άλλα λόγια ο φορολογούμενος στον νομό Λακωνίας δηλώνει εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί μόλις στο 55% από αυτό που δηλώνει ο φορολογούμενος στο νομό Αττικής.
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο το γεγονός ότι ο νομός Λακωνίας έχει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα, 4,9% το 2006 με μέσο όρο στη χώρα 8,9%. Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται, αντίθετα, στην Καστοριά (24,9%), τη Δράμα (19,5%) και το Κιλκίς (19,5%). Από το σύνολο των 52 νομών της χώρας μονάχα οι κάτοικοι οκτώ νομών δήλωσαν το 2005 στην εφορία εισοδήματα χαμηλότερα από το προηγούμενο έτος, παρότι το ΑΕΠ της περιοχής τους κινήθηκε ανοδικά, πράγμα που υποδηλώνει ότι είναι πιθανό κάποιοι να φοροδιαφεύγουν.
Πρόκειται για τους κατοίκους της Αρκαδίας, της Σάμου, της Λευκάδας, της Κεφαλονιάς, της Μεσσηνίας, της Ευρυτανίας, της Θεσπρωτίας και της Λακωνίας.
Οι Αθηναίοι δηλώνουν κατά μέσο όρο εισόδημα ύψους 16,8 χιλιάδων ευρώ (+23% από τον μέσο όρο) και πληρώνουν κατά μέσο όρο για φόρο εισοδήματος 1.904 ευρώ έναντι μέσου όρου χώρας 1.222.
Στην πρωτεύουσα αναλογεί το 34% των φορολογουμένων (άνοδος 3% το 2005), το 43% του δηλωθέντος εισοδήματος της χώρας (+6%) και το 53% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (+17%).