Ο χρήστης Pai Mei έγραψε:
O Τρωικος ο πολεμος ειχε αφορμη τον κωλο
κι αυτα που λεει ο Ομηρος γνωστα στον κοσμο ολο
Ο κωλος και οχι το μουνι υπηρξε η αιτια
και προς αποδειξη αυτου, ιδου η ιστορια
Καπως ετσι ξεκιναει ισως το μεγαλυτερο ελληνικο ιντερνετικο επος ολων των εποχων...
Ωραίο το προοίμιο!
Που είναι το υπόλοιπο;;;
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντας και στις πάση
που αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση
τις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις
η άσχημη μοίρα Οδυσσεύς σ' έβαλε να τρυγήσεις.
Γυρνώντας ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνια
σπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο τολμηρό
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωμερό,
και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσεις
της Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να τρυγήσεις.
Και τώρα φίλοι μου καλοί και χιλιοδιαβασμένοι
όλοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένη
ας δούμε πάλι από κοντά, πως έμεινε αιώνια
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...
ΡΑΨΩΔΙΑ A΄
(ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ)
Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Όμηρος γνωστά στον κόσμο όλο.
Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία:
Τον Πάρη γιό του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που όπως λεν' οι στορικοί κωλομπαρά σπουδαίο
τυχαία φιλοξένισε κάποια φορά στην Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.
Είχ' όμως ο Μενέλαος έν' ανηψιό ωραίο
με κώλο ολοστόγγυλο, κι' έγινε το μοιραίο
ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλο
τον τορνευτό, το σπάνιο δια τον κόσμο όλο.
Την νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι' οχτώ φορές τον γάμησε με κάβλα και ραχάτι
κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει την τρωμερή ψώλη την τριπλοκαβλωμένη
και όπως ήταν φυσικό εκάβλωσε πολύ
και σκέφτηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή.
Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρι πάει την σκηνή,τάχα να τον ξυπνήσει
μ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.
Και η Ελένη στίθικε να φάει τον ψώλο όλο
κι' ο Πάρις την εξέσκισε τη γάμησε απ' τον κώλο.
Μα σαν η τρομερή ψώλη στο κώλο της εχώθι
την έσκισε κι' ο κώλος της με το μουνί ηνώθι.
Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυνάμενη
να ζει με τον Μενέλαο η κωλογαμημένη
τον Πάρι ακολούθησε και φύγαν για την Τροία
και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.
Τσιμπούκια και εξηνατενιά, ψαλίδια, πλακομούνια
στενάζει ο τόπος και βογγούν, βογγούν τα κορφοβουνιά
ολημερίς κι' ολονυχτής γέβεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ' αντρός της δε μετριάται.
Στην Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος
Πούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
που όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω
και ξέσκιζες της κάθε μιας τον μούνο και τον πάτο
τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι' αναπάυεσε στα ένδοξα σου αρχίδια.
Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τολμηρή γι' άντρες πουτσαράδες
αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι' Ιστορία.
ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄
(ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ)
Μα κάποτε σκεφθήκανε όλοι οι βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τρομερή για άνδρες πουτσαράδες.
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα 'κεί δυσκολευτήκανε ως λέει η ιστορία...
Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι .
Ο βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραία
και κλαίει και οδύρεται πάνω στον Οδυσσέα:
Μενέλαος:
Γαμώ την τρέλα μου γαμώ, γαμώ την καταδίκη
πού ‘κλεψε την Ελένη μου, ο Πάρις το καθίκι.
Μεγάλε Αγαμέμνονα, έχασα το Λενάκι
και τώρα άλλος χαίρεται τ' ωραίο της μουνάκι.
Η κάργια και η ξέκωλη που πήγε με τον Πάρη
λες και εμείς δεν έχουμε αρχίδια και παπάρι.
Στο λέω Αγαμέμνονα, τον Πάρη αν τον πιάσω
βιάγκρα μπόλικo θα πιω και θα τον ξεκωλιάσω.
Αγαμέμνων:
Σώπα και συ Μενέλαε, μην κάνεις σαν μωράκι
το ξέρω πως τα κέρατα είναι πικρό φαρμάκι.
Σταμάτα να μονολογείς τον πούστη θα τον βρούμε
και θα του μάθουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε.
Κι αν τον βρούμε τον μπινέ αυτός θα βλαστημήσει
την ώρα που αποφάσισε να σου τηνε γαμήσει.
Oδυσσεύς:
Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλα
με Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν την σκύλα.
Μα εμπρός στη Τροία ας στείλουμε αίγες, βόδια, κότες,
άλογα, χοίρους και παπιά κι ένα σακί καπότες.
Μήπως κι έτσι στείλουνε την πόρνη την Ελένη
αλλιώς σε βλέπω μια ζωή με πούτσα μαραμένη.
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα,
το λόγο δίνουν στον ψηλό, τον βασιλιά τον Αία:
Aίαs:
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα γεια σας
κι όπως λεν ' οι σύγχρονοι, η ψωλή μου στη μεριά σας.
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω,
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσσο.
Κι αν η Ελένη σου ‘φυγε, δική σου η βλακεία,
όμως μην απελπίζεσαι, σου μένει η μαλακία.
Αγαμέμνων:
Εδώ που σε καλέσαμε, σ’ έχουμε ανάγκη Αία,
μην τον πειράζεις το λοιπόν ετούτο τον μαλέα.
Να το σκεφτούμε σοβαρά το τι μπορεί να γίνει
και την μεγάλη προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.
Αίας:
Τι διάολο Αγαμέμνονα γιατί με λένε Αία,
ακόμα δεν τελείωσες και μου ‘ρθε η ιδέα.
Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμε
και μυστικοί αστυνομικοί στην Τροία οι δυο να μπούμε.
Εγώ του τμήματος ηθών και συ της ασφαλείας
θα έχουμε και ένταλμα για χάριν ευκολίας.
Ζητάμε απ' τον Πρίαμο εξέταση να γίνει
για να μπορεί ο Πάρις τους ελεύθερα να χύνει.
Τις γκόμενες στα πεταχτά τις εξετάζεις όλες
μα την Ελένη τη γλυκιά, χώρια απ’ τις καριόλες.
Βρίσκεις τάχα μουνόψειρες και σύφιλη οξεία,
την παίρνουμε για το Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Κι έτσι λοιπόν στα γρήγορα και δίχως φασαρία,
στην Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.
Αγαμέμνων:
Κακή είναι η ιδέα σου, κι αν μας ανακαλύψουν
θα μας γαμήσουν και τους δυο, στον τοίχο θα μας
στήσουν.
Εγώ προτείνω άμεση επίθεση του στόλου
γιατί αυτές οι ιδέες σου είναι πολύ του κώλου.
Και δεν το θέλω ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος
αφού την γλίτωσα μικρός να γαμηθώ μεγάλος.
Μενέλαος:
Αδέλφια κάντε γρήγορα, κάθε λεπτό που μπαίνει
ο Πάρις στο κρεβάτι του γαμάει την Ελένη.
Φέρτε μου την Ελένη μου, κι αν κάποιος το θελήσει,
πολύ ευχαρίστως δέχομαι μετά να τη γαμήσει.
Κι αν οι ορμές σας φίλοι μου ζητάνε κάτι άλλο
είμαι και διαθέσιμος τον κώλο μου να βάλω.
Τότε επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα
στο βασιλιά Μενέλαο και του ‘σκισε τη γάτα.
Οδυσσεύς:
Ας τα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμε
το ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε,
κι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύσει,
ο πούτσος μας ορκίζομαι να μην μπορεί να χύσει.
Κι όμως θα τα καταφέρουμε να μπαλωθεί η ζημιά σου,
μα ψάξε μόνος έπειτα για να βρεις τον γαμιά σου.
ΡΑΨΩΔΙΑ Γ
(Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ)
Έτσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν
για να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν
και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει
για να μην έχουν βάσανα εκεί στα ξένα μέρη.
Το απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις
με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη
κι έτσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι....
Στρατός μαζεύτηκε λοιπόν, με δόρατα κι ασπίδες
στην Τροία να μπουκάρουνε και να τα κάνουν βίδες.
Την ώρα που πηγαίνανε στα πλοία για να μπούνε
ρωτούν τον Κάλχα να τους πει τι τρέχει και αργούνε.
Την κόρη του Αγαμέμνονα ο Δίας τη γουστάρει
με 'φικι-φικι' θεϊκό την καύλα να καλμάρει.
Μήνυμα στέλνει στο χωριό και λέει στην Κλυταιμνήστρα
'ο Δίας την κόρη μας ζητά γρήγορα και στα ίσα'.
Η Ιφιγένεια δέχτηκε το ψυχικό να κάνει
και του Ολύμπιου Θεού την καύλα να την γιάνει,
γιατί πολύ το γούσταρε ο Δίας να την πάρει
να νιώσουνε τα σκέλια της το θεϊκό παπάρι.
Κι έριξ' ο Δίας κεραυνούς στου κώλου της την τρύπα
και ‘κείνη από την ηδονή, του ζήταγε και πίπα .
Αφού την πρόσφεραν στον Ζεύ και κάναν την θυσία
στον στόλο επιβιβάστηκαν ολοταχώς για Τροία.
Έτσι σαλπάρισαν λοιπόν για του Ιλίου τα πέρατα
με αφορμή κι αιτία τους, του Μενελάου τα κέρατα.
ΡΑΨΩΔΙΑ Δ
(ΣΑΛΠΑΡΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΡΟΙΑ)
Πρωί, πριν καν αρχίσουνε να σκούζουν τα κοκόρια
απ' την Αυλίδα φύγανε σαράντα δυό βαπόρια.
Ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο Μέγας Αχιλλέας ,
ο Οδυσσεύς κι ο Πάτροκλος, ο πούστης της παρέας.
Στο πλοίο που ο Πάτροκλος έπαιρνε το λουτρό του
και ο Αχιλλέας μπάνιζε απ' το παράθυρό του,
πανσέληνος του φάνηκε του Πάτροκλου ο κώλος
και ευθύς του ανυψώθηκε δύο πιθαμές ο ψώλος.
Οργίασαν για τα καλά μέχρι να παν στην Τροία
κι ο Πάτροκλος εγλέντησε του Αχιλλέα τα τρία.
ΡΑΨΩΔΙΑ Ε
(ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ)
Μπροστά στα τείχη έφτασαν των Αχαιών οι ψώλοι
μα άδικα προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη.
Γι' αυτό εις τα περίχωρα μουνί δεν είχε μείνει
κι όλος ο κόσμος γενικά μπουρδέλο είχε γίνει.
Αγάμητο πετύχανε μουνί να μην αφήσουν,
την πόλη δεν κατάφερναν όμως να την πατήσουν.
Καθώς ο Πάρις ξέσκιζε την όμορφη Ελένη,
μαντατοφόρος έρχεται και στο παλάτι μπαίνει .
'Μας την επέσαν Έλληνες κι έρχονται καυλωμένοι ,
να μας γαμήσουνε γιατί, τους κλέψαμ' την Ελένη'.
Ηχήσανε οι σάλπιγγες, σαστίσανε οι Τρώες ,
μα ο Πάρις με προσήλωση γαμούσε με τις ώρες.
Ήρθε τότε ο Πρίαμος για να τον απειλήσει
πως άμα δεν εσηκωθεί θε να τον ευνουχίσει.
Κι ο Πάρις με παράπονο άφησε το γαμήσι,
Στη μάχη με τον Έκτορα τους Έλληνες να σκίσει.
Του Πρίαμου ο πρωτογιός, της Τροίας το καμάρι
ήταν ο Έκτωρ ο γαμιάς, άξιο παλικάρι.
Μετά από μάχη φοβερή αλλά και λυσσαλέα
εσκότωσε τον Πάτροκλο τον φίλο τ' Αχιλλέα.
Αλλά κι αυτός με την σειρά ο ήρως Αχιλλέας
τον Έκτορα τον έκανε δέκα κομμάτια κρέας.
Ο Αχχιλεύς αθάνατος ήταν στο σώμα όλο
είχε όμως κι αδύνατα, την φτέρνα και τον κώλο.
Του ήρωα το μυστικό είπε η Αφροδίτη
στον Πάρη που επίμονα εκδίκηση εζήτει,
για τον χαμό του Έκτορα που ήταν αδερφός του
και στα τρελά γαμήσια του, κύριος συνεργός του.
Και κείνος σαν αντάλλαγμα όρκο ιερό της δίνει
όποτε το επιθυμεί στο στόμα να την χύνει.
Ο Πάρις έτσι ξέροντας τ' αδύνατα σημεία
την φτέρνα του σημάδεψε και πέτυχε με μια.
Με τέτοιο τρόπο δυστυχώς ο Αχχιλεύς εχάθη
και μπήκανε οι Έλληνες σε πιο μεγάλα πάθη.
Με τσαμπουκά κατέβηκαν απ τα καράβια μέσα
κι ορμήσανε ομαδικώς να πάρουνε τα ρέστα
Παραταχθήκανε λοιπόν να ξηγηθούν αντρίκεια
κι αρχίσανε οι αρχηγοί να ρίχνουν μπινελίκια.
Μενέλαος:
Πάρη είσαι κωλόπαιδο και κέρατο μεγάλο
γουστάρω την ψωλάρα μου στον κώλο σου να βάλω.
Χιλιάδες μίλια πέρασα, να’ρθω να σε γαμήσω
που πήρες την Ελένη μου -στη μούρη σου θα χύσω!
Είναι φαρδύς ο κώλος σου, φτάνει μέχρι τον Άδη
σκύψε και τρίψε τον καλά με λίπος και με λάδι.
Πάρις:
Στη γάμησα από παντού, μπρούμυτα κι από πίσω
κι ενώ εσύ μιξόκλαιγες πως σ’άφησα στον άσο,
εγώ δω πέρα έλεγα πως θα στραβοψωλιάσω.
Καριόλη Αγαμέμνονα γλύψε μου το παπάρι
κανένας μέχρι σήμερα δεν γάμησε τον Πάρη.
Αγαμέμνων:
Βλέπεις εκείνο το βουνό που' ναι γεμάτο ρύζι;
κει θα στον χώσω βίαια και θα μου λες μυρίζει.
Σε κείνο το ψηλό βουνό με τις πολλές τις κότες
θα σου ξεσκίζω τον ποπό με κόκκινες καπότες.
Πάρις:
Τη γάμησα από παντού, της ξέσκισα τα ούλα
και το μουνί της έβαλα σε πλαστική σακούλα!
Δέκα οπλίτες γάμησαν την άσχημη γιαγιά σου
και έβγαλαν πουστόπαιδα ωσάν την αφεντιά σου.
Κοίτα τα τείχη τα ψηλά που αράπης τα διαβαίνει
κρατά τον πούτσο του σφιχτά κι εσένα περιμένει.
Τα μπινελίκια πέφτανε μην τα πολυλογούμε
υπάρχουν και ανήλικα και παρεξηγηθούμε.
Σαν άρχισε η σύγκρουση με σπάθα και κοντάρι
κατάφεραν οι Αχαιοί και κύκλωσαν τον Πάρη.
Μενέλαος:
Κρατάτε μου τον, τον μπινέ, κι ανοίχτε του τα πόδια
να του ξεσκίσω τον πρωκτό για να χωράνε βόδια.
Την ώρα εκείνη πίνανε στον Όλυμπο δυο ούζα
και είδανε από ψηλά πως γίνεται παρτούζα.
Ρίξανε τότε σύννεφα και έπεσε σκοτάδι,
ακούστηκε και μια φωνή 'αφήστε τον, τον Πάρη'.
Η Αφροδίτη εφάνηκε πάλι από την θολούρα
και έδωσε στους Έλληνες μια γερή μαστούρα.
Έτσι ο Πάρις γλίτωσε τον κώλο να του σκίσουν
μέσα στο κάστρο κρύφτηκε να μη τονε γαμήσουν.
Γίνανε μάχες φονικές, με τόξα και κοντάρια
μα τίποτα δεν άλλαζε και έπαιρναν παπάρια .
Η Αφροδίτη φρόντιζε να πολεμούν αιώνια
οι ζέστες τους τσουρούφλιζαν, τους πάγωναν τα χιόνια.
Έξω απ' το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχη
ο Αγαμέμνων δυστυχεί και βλαστημά την τύχη.
Αγαμέμνων:
Γαμώ τον θρόνο μου γαμώ, τι θέλω εδώ ο μαλάκας
τόσο μακριά από το σπίτι μου μ' έναν στρατό της πλάκας.
Μενέλαε μουρόχαβλε ξέχασε την Ελένη,
γιατί αν κάτσουμε εδώ την έχουμε χεσμένη.
Οι Τρώες μας δουλεύουνε και πάρε το χαμπάρι,
τα τείχη αυτά δεν πέφτουνε με τόξο και κοντάρι.
Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς έχει κι αυτός σαστίσει
και το μυαλό του διαρκώς το στρίβει για την λύση.
Ύπνος βαρύς δεν του κολλά, μάτι δεν έχει κλείσει
Θεούς ,θεές παρακαλά την Τροία να πατήσει.
ΡΑΨΩΔΙΑ ΣΤ
(O ΔOΥΡEIOΣ IΠΠOΣ)
Οδυσσεύς:
Γαμώ την καταδίκη μου πρέπει να βρούμε λύσεις
έξυπνες και παμπόνηρες, για τις επιχειρήσεις.
Μα πως τον Πάρη άφησαν να 'ρθεί να μπιφτεκώνει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώνει;
Εγώ τι φταίω για όλ’ αυτά, να χάσω την καλή μου,
και τόσα χρόνια να τραβώ στην Τροία το πουλί μου;'
Μια μέρα μέσα στην σκηνή ήτανε ξαπλωμένος ,
εχάϊδευε τον πούτσο που ήταν σηκωμένος.
Κι ως τα μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
νάσου μπροστά του η Αθηνά μ' ασπίδα και κοντάρι.
Σηκώνει την χλαμύδα της , του δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ' αυτί με την γλυκιά φωνή της.
Αθηνά:
'Ω πολυμήχανε Οδυσσεύ απ' τα ουράνια ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη.
Της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατα κατέβαινα και σου' γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σου
τ' αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καυλί σου .
Μεγάλη καύλα μ' έπιασε και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Γι' αυτό σου δίνω μυστικό την Τροία να πατήσεις
μα πρέπει σαν αντάλλαγμα κι εσύ να με γαμήσεις.'
Ο Οδυσσέας το σκέφτηκε, τα μάσαγε ώρα λίγη
κι είδε πως ήταν δύσκολο πολύ να τ’ αποφύγει.
Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.
Ο νους του όμως στην δουλειά, σηκώθηκε και πάλι
σκούπισε τα παπάρια του και είπε με καμάρι:
Οδυσσέας:
'Θεά καυλιάρα στο 'κανα και τούτο το χατίρι
ξέρνα το κόλπο γρήγορα και βγες απ το τσαντίρι.'
Κι αυτή πάνω στην καύλα της, στο ερωτικό μεθύσι
το μυστικό του έδωσε την Τροία να πατήσει...
Έφτιαξαν άλογο ψηλό έως τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
Μέσα στην κούφια του κοιλιά κρυφτήκανε μ' ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ' την κωλοτρυπίδα.
Αλλά επειδή δεν χώραγαν σ' εν' άλογο όλο κι όλο
ο ένας είχε την ψωλή στου αλλουνού τον κώλο.
Οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους και το' βαλαν στην πόλη.
'Ο πόλεμος τελείωσε!', σκέφτηκαν τα χαμούρια
κι αμέσως τότε ρίχτηκαν στο πήδημα με φούρια.
Πήραν τα στρώματα φωτιά απ' το πολύ γαμήσι
τόσο που δεν προλάβαινε το χύσι να τη σβήσει.
Κι όταν η νύχτα έφτασε οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.
ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ
(Η ΕΙΣΒΟΛΗ)
Ξάφνου εφώναξε ο Οδυσσεύς ' ορμήξτε τώρα όλοι'
κι απ' του αλόγου την κοιλιά ξεχύθηκαν στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς, ανάβαν τα δαυλιά τους
ενώ με τ' άλλο χέρι τους κρατούσαν τα καυλιά τους.
Εντός της πόλης χίμηξαν σαν Κέρβεροι βαρβάτοι
κι όποιον μπροστά τους έβρισκαν τον ρίχναν στο
κρεβάτι.
Οι Τρώες απ' τον ύπνο τους κι από την σκοτοδίνη
για πότε τον εφάγανε μυστήριο έχει μείνει.
Του κάκου ελάλει ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
ακράτητοι οι Έλληνες τους ξέσκιζαν τους κώλους.
Κι έτσι το πήρε απόφαση πως για να πέσει η Τροία
να πέσουν πρώτα έπρεπε των Αχαιών τα τρία.
Ήταν σχεδόν αδύνατο στου Ιλιού την πόλη
να βρεί κανείς για να κρυφτεί χαντάκι ή περβόλι.
Την Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην σειρά κάνανε όλες πλύση.
Επλένανε τον κώλο τους και φτύνανε στο χώμα
για νά βγει το ψωλόχυμα μπρος, πίσω κι απ’ το στόμα.
Αδιάκοπα ακούγονταν σπαραχτικές φωνούλες
όποιες αντιστεκόντουσαν, εκαταντούσαν τσούλες.
Από την άλλη την πλευρά στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένα
κι οι Τρώες τρέχαν σαν τρελοί και τα' χανε χαμένα.
Στους καυλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
οι Τρωαδίτες έσκουζαν 'πονάνε πια οι κώλοι'.
ΡΑΨΩΔΙΑ Η
(ΤΟ ΝΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ)
Μα κάποτε κουράστηκαν απ' την πολλή καβάλα
κι αρχίσανε να σκέφτονται για σύντομη φευγάλα.
Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσάφι, ασήμι και χαλκό μες τα βαθιά σκοτάδια.
Κι αφού τελειώσαν όλα αυτά τα τόσο λυπηρά,
πήρανε την Ελένη τη χιλιογαμημένη
και την επαρουσίαζαν πως ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι απειλές ήτανε βιασμένη.
Σαν συναντήθηκαν λοιπόν στο ξένο το παλάτι,
Ελένη και Μενέλαος τριβόντουσαν σαν γάτοι.
Κείνη γυμνή με το μουνί καλά αρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένο.
Μπροστά εις στον Μενέλαο εστάθηκε η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την βουβά με πούτσα καυλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθί του
κι αμέσως τον μιμήθηκαν οι γύρω σύντροφοί του.
Και όσο αυτός ξεμούνιαζε μ' ορμή και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.
ΡΑΨΩΔΙΑ Θ
(OI AXAIOI AΠΟΠΛEOΥN)
Μα όλα πια τελείωσαν, τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καράβια τους , χαλάσαν τα τσαντίρια ,
στοιβάξαν τις αιχμάλωτες που 'ταν γεμάτες ψείρες,
νέες μικρές ανύπαντρες κι όμορφες ζωντοχήρες.
Για του Αχιλλέα τον χαμό ,του Πάρη η τιμωρία
ήταν του φύλου αλλαγή, χωρίς να έχει τρία.
Έτσι του Πρίαμου ο γιος έγινε μια κόρη
που όλων των ξένων τις ψωλές δοκίμασε με ζόρι.
Τον πούστη έβαλαν τσατσά στης Τροίας τα μπουρδέλα
και στην κωλάρα τού δεσαν μια κόκκινη κορδέλα.
Όνομα νέο τού' δωσαν, τον βγάλαν Πολυξένη
να τιμηθούν οι τρυφεροί σ' όλη την οικουμένη.
Έτσι ξεκινήσαν λοιπόν απ' την τρισάθλια Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία
για της πατρίδας το χωριό, την πόλη, το λιμάνι
με επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ ' αργούσαν να ' φταναν στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.
Φύσηξ' αέρας τρομερός κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση.
Σκιστήκαν όλα τα πανιά, σκορπίσαν τα καράβια
κι έχασε η μάνα το παιδί και η σκύλα τα κουτάβια .
Έτσι το γράφει ο Όμηρος, πως περιπλανηθήκαν
κι άλλοι γυρίσαν νικητές κι άλλοι εγαμηθήκαν.