-
Ο χρήστης EDDIE_147 έγραψε:
Τερματίζεις το γκάζι όσο πιο γρήγορα μπορείς και όταν φτάσει στο στοπ σηκώνεις μονομιάς το πόδι σου. Ο σκοπός είναι να δείς πόσες στροφές σήκωσε το μοτέρ. Ο εικοσάχρονος 1500άρης boxer που οδηγώ κάθε μέρα, αγγίζει τις 3000. Επανέλαβα το ίδιο τρικ στην ολοκαίνουρια BMW. Πατούσα το γκάζι, εγκατέλειπα το πεντάλ, προλάβαινα να πατήσω τέρμα φρένο κι ακόμη δεν είχε κουνηθεί η βελόνα του στροφομέτρου. Άμα λέω ότι τα καινούρια είναι ψόφια...ΑΣΧΕΤΟ...
έφτανε τόσες πολλές στροφές??
-
-
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ, του Γιώργου Ν. Πολίτη,
Απέναντι στην Μπάλα
Στην τιμονιέρα της κανονιοφόρου Καρτερία, ο αρχικελευστής Σταματόπουλος είχε σφηνώσει ένα μικρό καθρεφτάκι. Ούτε που το έπιανε το μάτι, όμως εάν το κοιτούσες pροσεκτικά, διέκρινες την ξεθωριασμένη ζωγραφιά ενός πλοίου και από κάτω, με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα, τη φράση αν δεις καράβι στο βουνό, γυναίκα το έχει σύρει. Κάτι φορές, θυμάμαι τις βάρδιες στη γέφυρα στις περιπολίες ανάμεσα Ρόδο και Κω, μ' όλη την οργή του Ποσειδώνα κατάπλωρα και αυτός να τιμονεϋει σφυρίζοντας. Αν τώρα με έβλεπε οπό μια μεριά να στέκομαι στο πεζοδρόμιο γωνία Φιλελλήνων και Αμαλίας περιμένοντας ταξί, σίγουρα θα γέλαγε μαζί μου.
Και αυτά γιατί ήξερε ότι δεν μπαίνω με τίποτα σε ταξί, ο κόσμος να χαλάσει. Και όμως, ετούτο το βράδυ έψαχνα με το βλέμμα τα αυτοκίνητα, να βρω ένα κίτρινο για να με πάει στο Καβούρι. Το κατσαβίδι στην τσέπη μου μαρτυρούσε γιατί δεν μπορούσα να πάω οδηγώντας. Η πλούσια ανθοδέσμη που κρατούσα στο χέρι μαρτυρούσε με τη σειρά της το αίτιο του ιδεολογικού μου ατοπήματος.
Περίμενα αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτηοε μπροστά μου μια ρημαγμένη παράγκα, ένα χιλιοτρακαριομένο ερείπιο, που θα με πήγαινε στο πολυπόθητο ραντεβού. Ίσως να ήταν και Βluebird, ίσως πάλι και όχι, ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα γιαπωνέζικα σεντάν. Στριμώχτηκα στο σχισμένο κάθισμα και χαιρέτησα τον οδηγό που εκείνη την ώρα άναβε τσιγάρο. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το φραπέ που έστεκε καμαρωτός στην διάφανη, πλαστική, ταπεροειδή αηδία που στηρίζουν οι ταξιτζήδες στο ταμπλό και ρώτησε πού πάμε.
-Στο Καβούρι του είπα, και αν μπορείς κάνε λίγο γρήγορα.
Παρατήρησα ότι φορούσε παντόφλες.
-Μάλιστα, με διαβεβαίωσε και την ίδια στιγμή έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα περνούσαμε με τρίτη σκασμένη από την αριστερή στην Πύλη του Αδριανού, τα λάστιχα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγουν από τις ζάντες, το μοτέρ είχε ζαλιστεί από την ταχυστροφία, ο τύπος ήταν ανέκφραστος, αλλά πήγαινε σαν αφιονισμένος.
-Πάμε από Συγγρού, συμφέρει τέτοια ώρα, φώναξε χωρίς να με κοιτάξει, κούμπωσε τετάρτη και πήρε γραμμές για τη δεξιά, ξύνοντας την διαφήμιση πορτοκαλάδας από το πλευρό ενός τρόλεϊ. Τη στιγμή που περνούσε με καραμπινάτο κόκκινο το φανάρι στο ύψος της Φραντζή, συνειδητοποίησα τι έπαιζε η κασέτα. Άργησα να το καταλάβω, γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψω ότι ο γκαζιάρης ταξιτζής με τις παντόφλες είχε βάλει και έπαιζε καθαρόαιμη τζαζ.
Στα μπασίματα από τις στροφές του Ιπποδρόμου και του Τροκαντερό μέχρι το Ελληνικό, όπως έγερνε το Βluebird χυνόταν
ο καφές, και όπως άλλαζε ταχύτητες ο τύπος φεύγαν οι κάφτρες από το τσιγάρα. Να γιατί όλο το ταμπλό ήταν γεμάτο στάχτες κολλημένες πάνω σε ξεραμένους καφέδες. Κάπως έτσι, υπό τους ήχους των χάλκινων πνευστών και το δραπέτη της λογικής, με το αλλόκοτο βλέμμα των ηρώων του Μπέκετ στα πηδάλια, περάσαμε όπως-όπως τη Γλυφάδα και φτάσαμε στη Βούλα. Ήταν ώρα να του θυμίσω πού πήγαινα.Δεν πρόλαβα.'ένας θεόρατος σκύλος, κάτι σαν μπαστάρδεμα ροτβάιλερ με ιπποπόταμο, αγνόησε την απουσία διάβασης πεζών και προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Ο οδηγός άργησε να τον δει, ΣΚΥΛΟΣ, του φώναξα, έπεσε στα φρένα, το Bluebird πήρε αριστερά και έσκασε πάνω στο κτήνος, σαν άλλος Τιτανικός στο παγόβουνο. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, γκρέμισε το παρμπρίζ ξηλώνοντας το ταξίμετρο μαζί με τη φραπεδιέρα και προσγειώθηκε στο πίσω κάθισμα χωρίς ευτυχώς να πάρει και εμένα μαζί του. Το τράνταγμα ταρακούνησε όλο το αυτοκίνητο, η κασέτα πετάχτηκε έξω από το κασετόφωνο, την κραυγή της κορνέτας διαδέχτηκε από το ραδιόφωνο η νταλκαδιασμένη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.
To Bluebird ακινητοποιήθηχε στη μέση του δρόμου. Το ψυγείο κάπνιζε, γύρω κυλούσαν τάσια και ένας τεράστιος πληγωμένος σκύλος, που με το ζόρι ανέπνεε, ήταν σωριασμένος μισός στο κάθισμα, μισός στην εταζέρα. Ο είχε λουστεί με καφέδες από τα μαλλιά ως τις παντόφλες, το τασάκι είχε αδειάσει όλο στην κοιλιά του, ενώ στο στήθος του δεκάδες μκρά γυαλάκια έλαμπαν σαν παράσημα Σοβιετικού συνταγματάρχη. Βυθισμένος στον παγωμένο του κόσμο, έμοιαζε να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Τίναξα την ανθοδέσμη να πέσουν τα γυαλιά και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Τότε εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και εγκαταλείποντας για πρώτη φορά το πεισματικά αδιατάρακτο προσωπείο του, ρώτησε κάπως ενοχλημένα:
- Τι έγινε, άλλαξες κασέτα;
-
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ, του Γιώργου Ν. Πολίτη,
Στιγμές από την ζωή ενός Fulda
Όταν βγαίνουν από τη γραμμή παραγωγής, μαύρα γυαλιστερά με μυρωδιά φρέσκου καουτσούκ, τα λάστιχα των αυτοκινήτων δεν έχουν ιδέα για το πώς θα περάσουν τη ζωή τους. Πολλά από αυτά μπαίνουν σε γιαπωνέζικα sedan μπαρμπάδων με τραγιάσκα, ή σε γαλλικά hatchback δεσποινίδων που παρκάρουν με το αυτί. Έτσι η ζωή τους περνάει εντελώς βαρετά, δίχως ένα σπινάρισμα, ένα γλίστρημα, μία μπούκα. Στον παράδεισο των πεταμένων ελαστικών, εκεί που στοιβάζονται για αναγόμωση, στέκουν άφθαρτα, ξεκούραστο, δεν έχουν καμιά ιστορία να διηγηθούν. Ανάμεοά τους όμως υπάρχει κι ένα ξεχειλωμένο Fulda 205/50-15, που θα έχει βαρεθεί να λέει τις εμπειρίες του.
Ήταν μέρος μιας τετράδας, όχι βεβαίως της «τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς», της ρεμπέτικης κομπανίας που μεγαλούργησε το μακρινό 1932 στην Ανάσταση Πειραιώς, αλλά αυτής των ελαστικών που φορέθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα σε μια Lanca Delta Integrale 16V οε βουλκανιζατέρ του Σαουθάμπτον. Ο κάτοχος της, ο Γιώργος, έκανε μαζί τους ντουζίνες γύρων σε ένα από τα πρώτα track-days που γίνονταν τότε στο Γκούντγουντ. Το κυνήγι διαφόρων 911 και TVR ήταν γεμάτο ρίσκα που ταλαιπώρησαν όλα τα λάστιχα, όμως το περί ου ο λόγος είχε την ατυχία να βρίσκεται μπροστά αριστερά και να φάει όλο το ζόρι του απαιτητικού δεξιόστροφου σιρκουί.
Στη συνέχεια η ίδια τετράδα έκανε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα στους τραχείς σαν γυαλόχαρτο δρόμους της Νότιας Αγγλίας, ώσπου ο Γιώργος ετοιμάστηκε για τη θερινή επιστροφή στην Ελλάδα.'Εβαλε τα λάστιχα μπρος-πίσω και, σε μια μνημειώδη νυχτερινή κατάβαση όπου λίγο έλειψε να ανατινάξει το μοτέρ, έκανε Καλαί-Ανκόνα σε 12 ώρες και γύρισε στα πάτρια. Εκεί, στις ανηφοριές των γαλλικών Άλπεων, το λάστιχο μας άφησε το τελευταία χιλιοστά του πέλματός του.
Λίγες ημέρες αργότερα, η Deltona απογειώθηκε σε μια κλειστή δεξιά στην Επίδαυρο, έσκασε πάνω σε κάτι πεύκα, το μουαγιέ του πίσω αριστερού τροχού κόπηκε στεγνά και η ζάντα μαζί με το Fulda εγκατέλειψαν το χώρο του δράματος. Τα βρήκαμε σε κάτι πουρνάρια δυο γκρεμούς παρακάτω μαζί με κάτι άλλα συντρίμμια και τα περιμαζέψαμε. Η ζάντα είχε ραγίσει, το λαστιχάκι όμως δεν έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτα.
Οταν ύστερα από μήνες η Alfetta GTV , που ήταν το επόμενο αυτοκίνητο του φίλου, έμεινε από λάστιχο, βρήκαμε το ίδιο Fulda
στο γκαράζ και το ζαντάραμε στην αλουμινένια Campagnolo. Στον ένα χρόνο που έμεινε φορεμένο στη GTV, μόνο στο παρκάρισμα κύλησε ευθύγραμμα.Η τελευταία φορά που το είδα εν δράσει ήταν το χειμώνα του '93 στα Σπάτα. Πριν γίνει το αεροδρόμιο, ο χώρος ήταν μια αχανής φλαταδούρα με καλό πατημένο χώμα. Είχαμε χαράξει μια πιστούλα, δύο οχτάρια γύρω από κάτι μισογκρεμισμένες παράγκες. Ατέλειωτες πάντες, φλικαρίσματα και ανεξέλεγκτα ντριφτ, ήταν η παιδική χαρά του εικοσάχρονου.
Κάποια φορά, ύστερα από ώρες λιωσίματος της Τζιτίβας, το λινά του Fulda παρέδωσαν το πνεύμα. Πετάχτηκαν έξω κι άρχισαν να κοπανάνε κάνοντας τούκου-τούκου στο θόλο. Ο Γιώργος συνέχισε για λίγο ακόμη τα σβουρίδια έως ότου τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα, χωρίς να περάσουμε τα 100 km/h για λόγους ασφαλείας.
Μια εβδομάδα αργότερα το αλλάξαμε με ένα Pirelli που βρήκαμε πεταμένο έξω από ένα λαστιχάδικο στην Αμφιθέας. Το παλιό θα το δίναμε ο' ένα φίλο που είχε ένα 124. Αυτός είχε μόλις μπιελάρει το δίλιτρο μοτέρ του και ο διάδοχος 1.500άρης Lada δεν πάντιαζε με τίποτα, οπότε το τιμημένο Fulda θα τον βοηθούσε. Μόλις το έβαζε θα ήταν σαν να είχε πάρει τριάντα άλογα
Δυστυχώς το Fiat δεν εμφανίστηκε στο καθορισμένο ραντεβού, η GTV τράκαρε με τρόλεϊ την επομένη, παροπλίστηκε, και το φυτιλιασμένο 15άρι ξεχάστηκε στο σκουριασμένο της πορτμπαγκάζ.
Από τότε πέρασαν κοντά δέκα χρόνια, και άλλα τόσα ιταλικά ερείπια απ' τα απαλά χεράκια του φίλου, μέχρι να επισκευαστεί προχείρως, με την καλλιτεχνική μέθοδο σφυρί-καλέμι-στόκος-εφημερίδα, η GTV. Τότε ξαναείδαμε και το Fulda. Σε μια κρίση ρομαντισμού πρότεινα να το περιθάλπαμε, να το πλέναμε, να το καθαρίζαμε και να το κρεμάγαμε ψηλά στο γκαράζ ως φόρο τιμής στις ημέρες που έφυγαν σπινάρονιας, όμως ο άκρατος υλισμός του Γιώργου επικράτησε.
Πήρε λοιπόν ό,τι απέμενε από το πάλαι ποτέ γυαλιστερό καουτσούκ και το έδεσε στην κουπαστή της βάρκας του για να μην τρίβεται το ξύλο στους ντόκους. Ώσπου κάποια στιγμή, λύθηκε το σκοινί που το κρατούσε, μια καντηλίτσα που δεν έγινε σωστή, και το ένδοξο Fulda χάθηκε για πάντα, μια νύχτα καλοκαιριού στις θάλασσες του Ιονίου.
-
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Oda a Weber
Kόκκινο φανάρι σε ανηφορίτσα γλιστερή, κάπου στου Γκύζη. Ο δρόμος ανεβαίνει ευθεία πάνω και σε λίγα μέτρα στρίβει δεξιά. Έχω καλό μπλοκέ, κακά πίσω λάστιχα, και διπλά καρμπιρατέρ. Τα διπλά σε φτιαγμένα μοτέρ έχουν συνήθως μια τρύπα γύρω στις 2000- 2500 στροφές Είναι το σημείο που το ζιγκλέρ του ρελαντί παύει να ασχολείται με την τροφοδοσία και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το κύριο ζιγκλέρ. Με ατέλειωτες δοκιμές, αλλάζοντας ζιγκλέρ και καλάμια, μπορείς αν θέλεις να μετατοπίσεις την τρύπα, να τη φέρεις πιο κάτω ή πιο πάνω στη μπάντα των στροφών του κινητήρα. Όμως αυτή θα υπάρχει πάντα στα γαργαλημένα καρμπιρατεράτα μοτέρ να θυμίζει το λόγο που ώθησε στην καθιέρωση των συστημάτων ψεκασμού.
Στην ανηφόριτσα, λοιποόν, για να αποφύγεις το μπέρδεμα τη στιγμή ακριβώς που αφήνεις το πεντάλ του συμπλέκτη και ξεκινάς, πρέπει να πατινάρεις την πρώτη λίγο πάνω από τις 2500 στροφές και μετά να φύγεις. Αν δεν έχεις πολλή δύναμη, δίνεις όλο το γκάζι, μένεις στην πρώτη και αρχίζεις τις πάντες μέχρι να βαρεθείς. Αν όμως έχεις δύναμη, κοντή δευτέρα, καλό μπλοκέ και κακά πίσω λάστιχα -ακριβώς η περίπτωση μου- είσαι έτοιμος για μια ακόμη πιο απολαυσπική εμπειρία, προσφορά της Weber και του Ταμείου Οδοποιίας. Μόλις το αυτοκίνητο αρχίσει να σπινάρει, καρφώνεις τη δευτέρα και εκεί αρχίζει το τρελό γλίστρημα. Οι γωνίες μεγαλώνουν και με τέρμα ανάποδα μία αριστερά-μία δεξιά, ανεβαίνεις τον ανήφορο παίζοντας με το γκάζι, άσε-πάτα σαν εξαέρωση στα φρένα, για να βοηθήσεις τις κινήσεις του πίσω άξονα.
Η σωστή δοσολογία στο τιμόνι και το γκάζι είναι που κάνουν τη διαφορά. Λιγότερο γκάζι και κρέμασε το μοτέρ,
λιγότερο τιμόνι και καβάλησες το κράσπεδο. Η σωστή δοσολογία, εκτός από το ταλέντο και τις ικανότητες του οδηγού, συνδέεται με μια μαγική τετρασύλλαβη λέξη. Είναι η λέξη που κάνει την εμφάνισή της όποτε αναζητούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την οδηγική απόλαυση. Η λέξη απόκριση, με την οποία αντιλαμβάνεται κανείς την ταχύτητα που οι εντολές του οδηγού μετασχηματίζονται σε κινήσεις των μηχανικών μερών. Όσο πιο άμεση είναι η απόκριση του αυτοκινήτου, τόσο μεγαλύτερη είναι η οδηγική απόλαυση. Αντίθετα, όσο το αυτοκίνητο καθυστερεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που επιδιώκει ο χειριστής, η οδηγική ευχαρίστηση πάει περίπατο.
Απόκριση υπάρχει σε κάθε μηχανικό σύστημα που χειρίζεται ο οδηγός. Υπάρχει λοιπόν η απόκριση του τιμονιού, η οποία ερμηνεύεται ως η αμεσότητα με την οποία το μπροστινό σύστημα ανταποκρίνεται στις κινήσεις των χεριών του οδηγού στο τιμόνι. Υπάρχει και η απόκριση στο γκάζι, η αμεσότητα δηλαδή με την οποία ο κινητήρας ακούει και ανεβάζει στροφές στο πάτημα του γκαζιού. Το μυστικό της βρίσκεται στο σύστημα τροφοδοσίας. Μιλώντας λοιπόν για ατμοσφαιρικούς κινητήρες, αφού σε υπερτροφοδοτούμενα μοτέρ αν δεν υπάρχει σύστημα anti-lag η απόκριση είναι «βάστα Τούρκο να γεμίσω», δύο είναι τα βασικά είδη τροφοδοσίας: με καρμπιρατέρ ή ψεκασμό.
Πριν από την εξέλιξη των συστημάτων ψεκασμού, τα διπλά καρμπιρατέρ ήταν ή κλασική επιλογή για σίγουρα άλογα σε αυτή τη μεριά του Ατλαντικού (από την άλλη είχαν τετραπλά Carter και Holley). Από όλες τις εταιρίες καρμπιρατέρ, μία έχει ταυτίσει το όνομά της με τους αγώνες, είναι εκείνη που ίδρυσε το 1924 ο φίλος και συνεργάτης του Enzo Ferrari, Edoardo Weber.
Από το 1952 και 1953, που η Ferrari με την Tipo 500 πήρε τα πρώτα της πρωταθλήματα στη Formula 1 φορώντας δύο Weber DCO, τα doppio corpo orizontale, διπλού σώματος οριζόντια, έγιναν τα πιο δημοφιλή καρμπιρατέρ στον κόσμο. Τα DCOE, η πιο γνωστή παραλλαγή τους, εξακολουθούν να παράγονται ακόμη. Όσο ανώτερος και εάν είναι ο ηλεκτρονικός ψεκασμός, το πιο όμορφο εξάρτημα που συναντά κανείς στο χώρο του κινητήρα, εξακολουθεί να παρέχει φτηνά και εύκολα γκάζια χωρίς την ανάγκη laptop για τις ρυθμίσεις.
Σε ό,τι αυτοκίνητο και εάν βάλεις ελεύθερη εξάτμιση, θα κάνει θόρυβο, χρειάζεται όμως ειδική μεταχείριση για να βγάζει ένα αυτοκίνητο μουσική από την εισαγωγή του. Στην Αγγλία, όταν θέλουν να φτιάξουν κάτι φτηνό και δυνατό, αγοράζουν δεκαεξαβάλβιδα μοτέρ από τρακαρισμένα Ford, Opel, και Rover χωρίς τα ηλεκτρικά, σε τιμές περιπτέρου. Παίρνουν και ένα σετ διπλών, από τίποτα σαπισμένα ιταλικά κουπέ εικοσαετίας, και έχουν έτοιμο ένα μοτέρ με απόδοση, απόκριση και ήχο.
Έτσι κι εγώ, όταν βρήκα ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρια ξεχασμένα στην αποθήκη μου, τα πήρα, τα καθάρισα, και τώρα είναι έτοιμα να μπουν στο φρέσκο μου μοτέρ. Και θα τα βάλω, παρ' ότι ξέρω πως θα φάω ώρες ανεβοκατεβαίνοντας την Κατεχάκη με το χρονόμετρο στο χέρι και θα αλλάζω ζιγκλέρ και βεντούρι νύχτα, κάτω από τη λάμπα δίπλα στο φανάρι της εκκίνησης. Και όλα αυτά, για την απόκριση και τον ήχο που σε γλιτώνει από το κορνάρισμα στις τυφλές διασταυρώσεις. Για καμιά ανηφορίτσα σαν και αυτή στου Γκύζη, ή μια πλατεία που θα γυρίζω ξανά και ξανά, άσε-πάτα σαν να κάνεις εξαέρωση στα φρένα, ακούγοντας τον αέρα να στροβιλίζεται κάτω από τα αλουμινένια καπάκια με το ανάγλυφο Weber Carburatori Bologna. -
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Pizza boys
Η ειδικότητά μου στο ναυτικό ήταν τεχνίτης πυροβό¬λων, όμως οι ανάγκες της υπηρεσίας γα οδηγούς ήταν μεγάλες. Ετσι μια ήμερα μου είπαν να φέρω δύο φωτογραφίες, το πολιτικό δίπλωμα και να πάω στη Σχολή Οδηγών του Π.Ν. για εξετάσεις. Εκεί η διαδικασία ήταν απλούστατη: ένας ανθύπας άφησε με κόπο στο τραπέζι έναν μισοτελειωμένο φραπέ και ρώτησε αν ξέρω να οδηγώ. Απάντησα καταφατικά, σφράγισε κάτι .χαρτιά. «Εντάξει πέρασες», σφύριξε.
Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία ήμουν προφανώς έτοιμος να οδηγήσω τα πάντα. Όπερ και εγένετο. Μόλις πάτησα το πόδι μου στη μονάδα, μου δώσανε τα κλειδιά μιας καμιονέτας FORD. Οι καμιονέτες είναι μεταποιημένα Transit που χρησιμεύ¬ουν για μεταφορά προσωπικού και υλικού. Είναι αρκετά βαριές και ογκώδεις, το μοτέρ τους βγάζει δεν βγάζο 100 άλογα, όμως η θεόκοντη τελική σχέση διαφορικού 4.63 -ίδια με αυτή που έβαζαν οι φορντάκηδες στα φτιαγμένα Μ ΜΙ- διορθώνει κάπως τα πράγματα.- θα φορτώσεις δύο πυραύλους Stinger και θα τους πας στην Ελευσίνα, ήταν η εντολή.
Την εποχή που η 17 Νοέμβρη ήταν στα πάνω της, οι Stinger ήταν αρκετά επίφοβο φορτίο. Γι' αυτό με συνόδευε κι ένα τζιπ της Ναυτονομίας, ενώ έξω από το στρατόπεδο περίμενε κι ένα περιπολικό. Στην επιστροφή, στα φανάρια του Ασπρόπυργου, εκτίμησα αυτό το 4.63. Με δύο ναύτες πλήρωμα και τους Stinger στην καρότσα άφησα εύκολα πίσω μου ένα 206 στη δοκιμασία 0-30 km/h.
Στη μονάδα είχαμε ακόμα δύο τζιπάκια Mercedes και τα κλασικά VW του ναυτικού, με τις μικρές πορτούλες. τα λεγόμενα πλοιαρχικά μιας και προορίζονται για τη μετάκληση των Πλοιάρχων. Το αγαπημένο μου όμως ήταν ένα πιο σπάνιο μοντέλο VW. Κι αυτό τζιποειδές, κι αυτό βασισμένο στον σκαραβαίο. Δίχως πόρτες και παράθυρα ήταν η χαρά του τεμπέλη, κι έφερνε κάπως σε Beach Buggy. Δεν το έπαιρνε ποτέ κανείς. Οι βαθμοφόροι τρομοκρατούνταν από την ανυπαρξία φρένων, οι μικροί φοβόντουσαν μην τους μείνει και τους το χρεώσουν, έτσι ήταν πάντα εκεί όποτε το χρειαζόμουν. Όπου και να ήθελα να πάω, στην καντίνα για παγωτό, στην πύλη για να παραλάβω τις πίτσες, το ξεθαμμένο ερείπιο ήταν εκεί, έτοιμο να προσφέρει μοναδικές εμπειρίες λούφας και παραλλαγής.
Το τιμόνι είχε την ασάφεια λαγουδέρας ιστιοπλοϊκού στην απόλυτη μπουνάτσα. Τα φρένα είχαν αλλαχτεί τελευταία φορά πριν από το Κίνημα του Ναυτικού, το κράτημα σκέτη 911, γκάζι- μούτρο, άσε-σβούρα. Το μοτέρ είχε 40 άλογα αλλά απόκριση Kawasaki σε σύγκριση με τα πετρελαιοκίνητα Mercedes. Λεν περνούσε το 90-95 km/h όμως ειλικρινα δεν ήθελες να τα
περάσεις. Γύρω στα 80 έμοιαζε έτοιμο να ανατιναχθεί και για και για κάποιο λόγο στα 85 πετούσε την 4η.
Ένα βράδυ είχα πάρει μαζί μου το ναύτη Χατζήμπεη για να φέρουμε τις πίτσες. Το παιδί είχε πρόβλημα τραυλίσματος, είχε κατεβάσει κι ένα μπουκάλι μαυροδάφνη, δεν έλεγε κουβέντα. Πήχτρα σκοτάδι με το καντήλια της μικρής σκάλας να αχνοφέγγουν, κάναμε τη διαδρομή των τριών χιλιομέτρων ώς την κεντρική πύλη. Εκεί περίμενε ο ντιλιβεράς με το παπί, έγινε η καθιερωμένη Τελετή Παράδοσης Παραλαβής Πιτσών, φόρτωσα τα κουτιά στον Χατζήμπεη και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.Δεν ξέρω αν έφταιγε η βραδιά, η φωνή του Μαργαρίτη οπό το τρανζίστορ που είχα κρεμασμένο στον καθρέφτη ή η μυρωδιά από το πεπερόνι, αλλά κάτι έγινε και μου μπήκε η ιδέα να σπάσω το ρεκόρ μου στην αριστερή πατημένη με το γιαμπ μπροστά στην προβλήτα που δένανε οι φρεγάτες. Ο σκάθαρος πέρασε βογκώντας τα 80 κι εγώ πέρασα αφρενάριστος το σημάδι για τα φρένα. Ο Χατζήμπεης την ψυλλιάστηκε και φώναξε ξεχνώντας το τραύλισμα:
-ΦΡΕΝΟ ΡΕΕΕ!
Ακριβώς την ίδια στιγμή το οασμάν πέταξε την 4η. Είχα νεκρά, δεν είχα φρένα, ήμουν έτοιμος να διαλύσω, στην καλή περίπτωση, το ατομικό μου ρεκόρ ή στην κακή την πρύμνη της φρεγάτας ΑΙΓΑΙΟΝ. Για καλή τύχη όλων μας μπόρεσα και κάρφωσα την 4η. Με το δεξί χέρι κρατούσα το μοχλό στη θέση
του και με το αριστερό έστριβα το τιμόνι. Ντριφτάροντας, έφτασα στο γιαμπ. Το σκαθάρι χοροπήδηξε, γύρισε από την άλλη, το πρόλαβα και, τελικά, έχοντας αποκτήσει μόνιμη παραμόρφωση του μπροστινού του συστήματος, ήρθε στα ίσιο του. Το κιβώτιο δεν έπαιρνε πια ούτε 4η ούτε 3η.
Όμως το αληθινό πρόσωπο της τραγωδίας δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Φτάνοντας στο φυλάκιο, αφού ξεκρέμασα το ραδιοφωνάκι και πάρκαρα ό,τι είχε απομείνει από το VW, ο ναύτης Χατζήμπεης γύρισε, με κοίταξε και με δυσκολία είπε:
- Ψη-ψη- ψηλέ, χα-χά-χάσαμε τι-τις πίτσες! Κοίταξα προς το μέρος του. Όντως, τα κουτιά με τις πίτσες έλειπαν. Είχαν φύγει από τα χέρια του στην αριστερή της προβλήτας. Τελικά τα πορτοπαράθυρα χρειάζονται. Η απουσία τους έχει κι αυτή τα προβλήματα της.
-
Ο χρήστης eimaiospiros έγραψε:
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια.
Τελικά δεν είμασταν οι μονοι που τη βγάζαμε στα Ντάνκιν της Γλυφάδας μετά τα καφρηλίκια στην παραλιακή.
Άραγμα στα Dunkin πριν ή μετά από βόλτα στα λιμανάκια; Παρών! ( Q που είσαι ρε; )
εδω ειμαι φιλε μου...
ασε γιατι με εχει πιασει μια λιγουρα και θα τσακιζα ανετα μια 6αδα...
θυμηθηκα τα ωραια χρονια που καθομασταν εκει και παιζαμε μπιριμπα και φωναζαμε σα ζωα μεχρι να βγει ο καταραμενος (ηλιος)
μελαγχολησα
ισως καλυτερο και απο υπογαθυμασαι blt με αθλια πατατακια? και κορομπο να τρωει τα αποφαγια των αλλων ?
-
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ, του Γιώργου Ν. Πολίτη
Τα Σύκα
Ο παππούς μου ήταν πολύ υπομονετικός άνθρωπος· Πριν οπό σαράντα χρόνια οδηγούσε διάφορα Opel Olympia, στα οποία φόρτωνε γυναίκα, παιδια, πεθερά, γέμιζε το πορτ-μπαγκάζ και ταξίδευε όλη την Ελλάδα. Όταν ογόρασε ένα μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ένα πράσινο Princess Skyway, άρχισε τις πραγματικα μακρινές αποστολές. Την εποχή που η διαδρομή Αθήνα-Καμένα Βούρλα ήταν είδηση, ο υπομονετικός αυτός άνθρωπος, με πλήρωμα γυναίκα, πεθερά, θεία και παιδιά, που στο δρόμο τραγουδούσαν, ζαλίζονταν κλπ., γύρισε, αγόγγυστα, όλη την Ευρώπη. Από τη Νάπολη έως το Λονδίνο, σε τρία μεγάλα _ ταξίδια, πάντα τίγκα στον κόσμο και με το χώρο αποσκευών γεμάτο βαλίτσες και τρόφιμα.
Την αγάπη για τα ταξίδια την κληρονόμησα κι εγώ, την υπομονή όμως όχι. Ιδίως στο θέμα του φορτωμένου οχήματος είχα πάντα μια απέχθεια. Από την εποχή που είχα ποδήλατο, ούτε εφημερίδα δεν κουβάλαγα, γιατί δεν είχα λέει πού να τη βάλω. Μου πήραν καλαθάκι για το τιμόνι, βεβαίως το πέταξα, σιγά μην έβαζα καλάθι στο κροσάκι μου. Όταν πήρα μοτοσυκλέτα, πάλι κουβαλούσα μόνο τα εντελώς απαραίτητα, σχολείο πήγαινα με ένα στυλό στην τσέπη του μπουφάν και ένα τετράδιο στο στήθος Στο πρώτο μου μάλιοτα ταξίδι, δεν ήθελα να φορτώσω το Guzzi μου για να μη χάσω κανένα χιλιόμετρο τελικής, πήρα ένα ελάχιστο παιδικό σακιδιάκι, κάτι ανάμεσα σε μεγάλη κασετίνα και μικρό τσαντάκι μέσης, το έπιασα με ένα χταπόδι στη σέλα και πάλι αισθανόμουν ότι το είχα παραφορτώσει.
Το χειρότερό μου, όμως, ήταν η μεταφορά τροφίμων. Και αυτό σχετίζεται με τον παππού. Στην επιστροφή από κάποιο ταξίδι, οι γυναίκες του σπιτιού ξέχασαν ένα πεπόνι στο πορτμπαγκάζ. Στη συνέχεια ο παππούς έλειψε δύο εβδομάδες για δουλειές και όταν γύρισε, και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, η μυρωδιά από το σαπισμένο, πλέον, πεπόνι είχε ποτίσει το σύμπαν. Αυτά συνέβησαν γύρω στο 1970.Έως το 1993, που ο Δήμος μας στέρησε από το αγαπημένο μας Princess, όποτε καθόσουν στα κόκκινα χνουδωτά του καθίσματα, η ίδια μυρωδιά ήταν παρούσα.
Το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν τετράπορτο, αλλά διθέσιο, επιβάτες πίσω δεν έβαζα, με την -αληθινή- δικαιολογία, ότι λόγω χαμηλωμένων ελατηρίων, έβρισκαν τα λάστιχα στους θόλους. Απέφευγα έτσι και την πολυλογία που σπάει τα νεύρα, αλλά και τα πολλά φορτώματα που χαλάνε το κράτημα. Εδώ είχα πετάξει γρύλο και ρεζέρβα για ελάφρωμα, σιγά μην το φόρτωνα έρμα.
Και βέβαια, η σκέψη ότι το αγαπημένο μου αυτοκίνητο μπορεί να άρχιζε να μυρίζει φέτα και ντομάτα, με είχε πείσει ότι δεν θα μετέφερα ποτέ τέτοια πράγματα. Άσε που με το δικό μου οδήγημα όλο το φορτίο θα γινόταν πελτές και θα βρωμούσε χειρότερα. Αυτό ευτυχώς ήταν γνωστό σε όλους στο σπίτι, και έτσι, όταν ήμουν στο χωριό και ερχόταν καμιά γειτόνισσα να μου δώσει αυγά ημέρας να τα πάρα στην Αθήνα, η μάνα μου γέλαγε: ' αυγά να τα πάει ο Γιώργος στην Αθήνα ομελέτα θα γίνουν ώσπου να φτάσει '.
Στα επόμενα αυτοκίνητα, συνήθως έβγαζα το πίσω κάθισμα, για ελάφρωμα και αυτό, έβαζα και τεσσάρες ζώνες ασφαλείας οπότε δεν χώραγε κανείς πίσω. Είχα το κεφάλι μου ήσυχο, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα με μια τρίλιτρη τετράπορτη μπερλίνα. Και εκεί τι να πω; δεν χωράει ή θα βαρύνει και θα σέρνεται; Αναγκάστηκα, μία φορά, να μεταφέρω ένα δέμα. Ένα δέμα, που έχει και αυτό να κάνει με τον παππού.Προ αμνημονεύτων ετών, ο πάππους είχε ένα φίλο κηπουρό στα ανάκτορα. Από μια ανακτορική συκιά, που έκανε κόκκινα σύκα,πήρε μπόλικα, φύτεψε ένα δένδρο στο εξοχικό μας στην Εύβοια. Πέρασε καιρός ο βασιλιάς εφυγε, η συκιά θέριεψε, τα σύκα της -λένε, γιατί εγω δεν τρωω σύκα- πως είναι πεντανόστιμα.
Γυρνώντας από την Εύβοια, ο γυναικείος πληθυσμός, διάδοχος κατάσταση εκείνων που ξέχασαν το πεπόνι στο Princess, με έπεισε να πάρω λίγα σύκα να τα πάω στην Αθήνα. Τα έβαλε η καλή μου σε ένα μπολάκι, τα τύλιξε με διπλή σακούλα και μου τα έδωσε. Σίγουρα δεν θα ανοίξουνε; ρωτούσα και ξαναρωτούσα. Σίγουρα, ήταν η επωδός. Τα έβαλα κι εγώ στο πιο απομακρυσμένο σημείο από τη θέση του οδηγού, στο πάτωμα πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού, και έφυγα.
Η διαδρομή περιλαμβάνει 125 χιλιόμετρα απίστευτο οτροφιλίκι, που το ξέρω απ' έξω, και όποτε περνάω, πηγαίνω τέζα. Κόντευα στο σπίτι ώσπου πέτυχα ένα κομβόι με γιαπωνέζικα σεντάν, κορεάτικα κουπέ, κολλημένο πίαω από ένα πράσινο λεωφορείο τσούκου-τσούκου στις φουρκέτες, σύρσιμο στην όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, η υπομονή μου, αυτή που δεν κληρονόμησα από τον παππού, εξαντλήθηκε και σε ένα ευθειάκι με χαροντικό προσπέρασμα-σουβλάκι.Υποστρέφοντας-φρενάροντας μετά το λεωφορείο και με ένα κατέβασμα, πάω να στρίψω μια χαρά στην κλειστή δεξιά που ακολουθούσε. Τους έχω λοιπόν περάσει όλους, ευλογάω τα κυβικά μου και τη ροπάρα μου και όπως πάω να φρενάρω, αισθάνομαι το πόδι μου να γλιστρά, σαν να έχει σαπίοει το πάτωμα και να με ρουφούσε, φαινόμενο που απαντά οε παλιές Lancia Beta, αλλά εγώ δεν οδηγούσα Lancia Beta. Εχω χάσει προ πολλού το σημάδι για τα φρένα, το πόδι γλιστρά κι άλλο και | έρχεται και μπαίνει κάτω από το πεντάλ του φρένου με κατεύθυνση προς το συμπλέκτη. Με μια απέλπιδα προσπάθεια, το πόδι ξεκολλάει, πάει για το φρένο, αλλά μόλις το ακουμπάει, ξαναγλιστράει και σκάει πάλι στο πάτωμα. Η στροφή είναι μπροστά, έχω γύρω στα 40 χιλιόμετρα παραπάνω από όσα μπορώ να στρίψω, πιστεύω ότι το δεξί μου πόδι έχει παραλύσει, τραβάω χειρόφρενο, και την ίδια στιγμή βλέπω κάτι να γυαλίζει οτο χαλάκι κάτω από τα πεντάλ. Στα millisecond πριν από την είσοδο τραβάω το πόδι μου πίσω, οκουπίζοντάς το αστραπιαία στο χαλάκι, λύνω χειρόφρενο, δίνω γκάζι, και στρίβω στα όρια του μπλοκέ και της κρεμαγιέρας.
Αναρωτώμενος πότε θα πάρει καμιά μέρα ρεπό ο φύλακας άγγελος και θα τελειώσει το γλέντι κοίταξα στο πάτωμα. Μισή ντουζίνα σύκα από τη συκιά των ανακτόρων είχαν βγει από το μπολ και τις δύο σακούλες, είχαν κάνει το γύρω του αυτοκινήτου και είχαν γίνει μαρμελάδα κάτω από τα πόδια μου.
Σταμάτησα για να πετάξω το γλιστερό χαλάκι και σκεφτόμουν το μπινελίκι που είχα να ακούσω από το κομβόι όταν θα έβλεπε σταματημένο τον τύπο που του έκοψε τη χολή προσπερνώντας και στρίβοντας σαν κυνηγημένος. Τότε εν μέσω ύβρεων, κορναρισμάτων, φάσκελων και σταυροκοπημάτων, αντιδράσεων που μόνο ο υπομονετικός παππούς δεν θα είχε εάν ήταν μάρτυς στην ίδια σκηνή, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη μεταφέρω ποτέ ξανά τρόφιμα με το αυτοκίνητο.
-
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ, του Γιώργου Ν. Πολίτη
Cheers!
Στα αμερικάνικα φιλμ του 70, έβλεπα συχνά κάτι παρακμιακές μάντρες αυτοκινήτων. Αλάνες με χαλίκι ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, σαραβαλιασμένα ερείπια στοιβαγμένα με ένα ταμπελάκι με την τιμή στο ταμπλό τους. Μπροστά, εκείνοι οι ψηλοί συρμαπόπλεκτοι φράκτες, πou στις τανίες ο καλός σκαρφαλώνει για να σωθεί από τους κακούς που τον καταδιώκουν πυροβολώντας. Μια τέτοια μάντρα είχε στήσει και ο Τζεφ σε μια φτωχογειτονιά του Κάρντιφ. Το γραφεία του ήταν ένα τροχόσπιτο, που όρθιος δεν χώραγες αν ήσουν πάνω από ένα ογδόντα. Είχε ένα μικρό τραπέζι, δυο καρέκλες και μια σόμπα. Εκτός από εμπόριο φτηνών αυτοκινήτων, ο Τζεφ είχε και δυο παλιές άσπρες Rolls-Royce, που τις νοίκιαζε για γάμους. Νοίκιαζε και, κανονικά αυτοκίνητα, κάτι ρημάδια Montego και Maestro. Το καθένα από δαύτα ήταν μια ιστορία από μόνο του. Είχα πάρει μια φορά ένα Maestro με πρόβλημα στο κιβώτιο, δεν κούμπωνε πρώτη και δευτέρα. Παλεύοντας να ξεκινήσω με τρίτη πατιναριστή στο φανάρι μιας μεγάλης ανηφόρας, τα τίναξε ο δίσκος. Δημιούργηθηκε κυκλοφοριακό κομφούζιο, είχα κόψει την κίνηση της πόλης στα δύο. Πολύ όμορφη εμπειρία, που ωχριά βεβαίως μπροστά οε εκείνη που είχα με ένα αυτόματο Montego. Το κλειδί δεν εφάρμοζε καλά στο διοκόπτη. Στις αριστερές στροφές έβγαινε από τη θέση του και έπρεπε να το σπρώχνεις με το πόδι να μην πέσει. Πώς πήγαμε, χωρίς να κλειδώσω το τιμόνι, έως το Μπρίστολ, ένας θεός το ξέρει.
Μια άλλη φορά ψάχναμε μέ για να πάμε στο σαλόνι αυτοκινήτου του Μπέρμιγχαμ. Ο Τζεφ μας έδωσε ένα κόκκινο Escort, συμπαθητικό, μόνο που στην πρώτη γρήγορη καμπή της εθνικής ξεκούμπωσε η μπροστά ζανφόρ. Δεν πείραζε που κούναγε ίσο-ίσα έδινε ενδιαφέρον στην οδήγηση, αλλά κάπου κοπάναγε και έκανε σπαστικό θόρυβο, κουφοί φτάσαμε στην έκθεση.
Επιμέναμε να νοικιάζουμε από τον Τζεφ, και γιατί με δέκα λίρες την ημέρα ήταν η φτηνότερη μάντρα του Νησιού, αλλά και γιατί ο ίδιος ήταν απίστευτα γραφικός. Πήγαινα κάτι μεσημέρια του χειμώνα, καθόμασταν στο τροχόσπιτο και πίναμε τσάι με κονιάκ. Τα χέρια κοντά στη σόμπα, τα τζάμια θολά και ο Τζεφ, με την καρό τραγιάσκα και το κλασικό του τραύλισμα, να λέει ιστορίες για αυτοκίνητα. Για το καμάρι της Rover του 70, το SD1. Αυτά είχαν ένα πρωτόλειο check panel, που όταν κάτι χαλούσε, μια μαγνητοφωνημένη φωνή ανακοίνωνε τη βλάβη. Μόνο που επειδή το μοτέρ τους, ο αλουμινένιος V-8, προοριζόταν για την Αμερική, η φωνή είχε τεξανή προφορά. Τα SD1 σκούριαζαν με μοναδική ευκολία, κι έτσι, λίγο-λίγο, η υγρασία γέμιζε το χώρο γύρω από κεντρική μονάδα αυτού του πράγματος. Το αποτέλεσμα ήταν να χαλάει και να μπαίνει σε λειτουργία η κασέτα χωρίς να προηγηθεί βλάβη. Και μάλιστα, εξ αιτίας -προφανώς- κάποιου ηλίθιου αμερικανικού κανονισμού ασφαλείας, δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει η εκφώνηση.Έτσι, στα περισσότερα SD1, μετά τον δεύτερο χρόνο κυκλοφορίας τους, στα καλά καθούμενα, μια γυναικεία φωνή με τεξανή προφορά, πληροφορούσε τον κάτοχο ότι πρέπει να πάει για service, ότι τα τακάκια θέλουν άλλαγμα ή ότι έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα τα λάδια στο κάρτερ. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει το μαρτύριο ήταν να αποσυνδεθεί η μπαταρία.
Εκείνη την εποχή είχα βγάλει πολλά λεφτά, πουλώντας πόλους ταχείας απασφαλίσεως για μπαταρίες, έλεγε τραυλίζοντας
ο Τζεφ, εάν δεις κανένα Rover, άνοιξε και δες, όλα τέτοιον έχουν.
Όποτε δεν μίλαγε για αυτοκίνητα, έλεγε γκομενοιστορίες. Ξεκίναγε οπό το καλοκαίρια στην Κρήτη πριν από τριάντα
χρόνια «που με άλλη κοιμόσουν και με άλλην ξύπναγες το πρωί», και κατέληγε σε πρόσφατα περιστατικά με μεθυσμένες σερβιτόρες σε συνοικιακές pub. Βέβαια, στη ζωή του υπήρχε και σύζυγος, η Σούζυ. Έμοιαζε ότι θα ήταν θεά στον καιρό της, όμως τα σημάδια από τις καταχρήσεις ήταν έκδηλα πάνω της. Ενώ ο ίδιος κυκλοφορούσε με τα διάφορα άθλια νοικιάρικα, εκείνη βολτάριζε με μια παλιά Esprit, ένα αυτοκίνητο που στην Αγγλία οδηγούν πια μόνο νταβατζήδες και προπονητές ποδοσφαιρικών ομάδων τρίτης εθνικής.
«Δεν με αφήνει να πάρω τη Lotus, γιατί λέει θα κυνηγάω γυναίκες. Δεν έχει κι άδικο, άμα πιω ένα ποτήρι τις θέλω όλες, μέχρι και τον καναπέ που είχα στο γραφείο μου τον πέταξε για να μην τις φέρνω εδώ. Είδες τα δαχτυλίδια που της έχω πάρει; Κάθε κέρατο που μάθαινε, της έπαιρνα και από ένα για να καλμάρει», μουρμούριζε ο Τζεφ.
«Τόσα πολλά», του απαντούσα, γιατί ήταν φορτωμένη σαν λατέρνα η Σούζυ. «Έχει και αλλά, πολλά, αλλά δεν έχει άλλα δάχτυλα για να τα βάλει», τραύλιζε πάλι εκείνος.
Γυρνώντας με ένα φίλο από ξενύχτι, πέντε ή ώρα το πρωί, περάσαμε από τη μάντρα να δούμε εάν είχε τίποτα καλό ο Τζεφ. Για κάποιο λόγο, η συρματένια πόρτα ήταν ανοικτή. Την είχαν παραβιάσει ουκ ολίγες φορές, και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβαινε και τώρα. Πλησιάσαμε πιο κοντά, και τότε άνοιξε η πίσω πόρτα της μιας από τις δύο Rolls, που ήταν παρκαρισμένες πρώτη μούρη στην αυλή. Βγήκε μια χοντρή, ταλαιπωρημένη ύπαρξη με λαμέ φούστα και κάτι πούλιες σε ένα κόκκινο μπουστάκι, που κράταγε ένα μικροσκοπικό λιλά τσαντάκι, σε τάχαμου απομίμηση δέρματος φιδιού. Είχε την κλασική διάπλαση και τα χοντροκομμένα χαρακτηριστικά που έδωσαν στις γυναίκες της κοιλάδας της Rhonda το όνομα valley commando. Άναψε τσιγάρο με ένα γυαλιστερό χρυσό αναπτήρα, μας πέταξε ένα 'Hi boys', μπήκε σε ένα τρακαρισμένο Fiesta και έφυγε με σηκωμένο το took και το ηίαω καζανάκι της εξάτμισης να σέρνεται στο δρόμο.
Την ίδια στιγμή, από την πόρτα της Rolls ξεπρόβαλε ο Τζεφ με ένα μπουκάλι τζιν στο χέρι.
«Ω, οι Ελληνες φίλοι μου», φώναξε, «ελάτε, να πιούμε κάτι».
«Δεν έμοιαζε με τη Σούζι η κυρία», του είπα.
«Ευτυχώς», έκανε γελώντας εκείνος.
«Τι ευτυχώς», συνέχισα, «μαύρα χάλια ήτανε, πού τις πετυχαίνεις;»Και τότε ο Τζεφ, δείχνοντάς μου το μπουκάλι με το τζιν, τραύλισε χαμογελώντας με νόημα: 'I've never been to bed with an ugly chick, but I've woken up with one several times'. Δεν έχω πάει ποτέ με άσχημη γκόμενα, αλλά έχω ξυπνήσει πολλές φορές δίπλα σε μία.
258 DRIVE ΙΟΥΛΙΟΣ 2000
-
η γκαντεμιά του έντυ δεν υπάρχει
τηλέφωνο μπαρμπαντρίφτερ:
(τί τηλ, 3 αναπάντητες έκανε, λέω κάτι έγινε)-έλα το βρήκα τί θες να κοιτάξω?
-έχει ένα άρθρο για την targa το βλέπεις?
-εγώ κάτι αμορτισέρ βλέπω
-ρε πατέρα είναι σίγουρα το 3?
-ναι ρε, αυτό είναι, driver faster λέειόπως κατάλαβες, βρήκε το καγκουροτεύχος που έβγαινε
-
Έπαιρνα το Drive από το πρώτο μέχρι περίπου το 120 τεύχος,πάντα ξεκίναγα το διάβασμα ανάποδα με την 'αριστερή λωρίδα' και τους 'screw drivers',ευχαριστώ όλα τα παιδιά για τις ιστορίες που αναδημοσιέυουν και τις μνήμες που μου ξυπνούν.Φοβερός ο Πολίτης,δεν έχω λόγια!
-
δεν εχετε αλλες παιδια?
-
Ρε γμτ εντάξει, φαντάζομαι θα ναι αρκετά δύσκολο να υπάρχει άτομο που να χει κρατήσει τεύχη από το '96. Και το κακό είναι ότι το no limits δεν έχει τόσο παλιά τεύχη για πούλημα όπως παλιότερα.
umaga προς το βράδυ αν την πουλέψω θα γράψω κάτι. -
ρε σου λέει πρέπει να υπάρχει, αρκεί να μην έχει πεταχτεί κάτι.
Λίγο υπομονή (και λίγο τύχη ) -
Ο χρήστης rx8_drifter έγραψε:
ρε σου λέει πρέπει να υπάρχει, αρκεί να μην έχει πεταχτεί κάτι.
Λίγο υπομονή (και λίγο τύχη )Ακόμα να αδειάσει ο Αμαζόνιος;
-
Ο χρήστης rx8_drifter έγραψε:
η γκαντεμιά του έντυ δεν υπάρχειτηλέφωνο μπαρμπαντρίφτερ:
(τί τηλ, 3 αναπάντητες έκανε, λέω κάτι έγινε)-έλα το βρήκα τί θες να κοιτάξω?
-έχει ένα άρθρο για την targa το βλέπεις?
-εγώ κάτι αμορτισέρ βλέπω
-ρε πατέρα είναι σίγουρα το 3?
-ναι ρε, αυτό είναι, driver faster λέειόπως κατάλαβες, βρήκε το καγκουροτεύχος που έβγαινε
δε φταίω εγώ που οι μπαρμπάδες σας έχει καεί η μικρή σκάλα και δε βλέπετε να διαβάσετε
-
Ο χρήστης rx8_drifter έγραψε:
η γκαντεμιά του έντυ δεν υπάρχει
τηλέφωνο μπαρμπαντρίφτερ:
(τί τηλ, 3 αναπάντητες έκανε, λέω κάτι έγινε)-έλα το βρήκα τί θες να κοιτάξω?
-έχει ένα άρθρο για την targa το βλέπεις?
-εγώ κάτι αμορτισέρ βλέπω
-ρε πατέρα είναι σίγουρα το 3?
-ναι ρε, αυτό είναι, driver faster λέειόπως κατάλαβες, βρήκε το καγκουροτεύχος που έβγαινε
**δε φταίω εγώ που οι μπαρμπάδες σας έχει καεί η μικρή σκάλα και δε βλέπετε να διαβάσετε **:rtfm:
Τώρα ειλικρινά... βγάζει νόημα αυτό που γράφεις
Για επαναδιατύπωσέ το να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι θες να πεις -
Eιναι Ολλανδικη εκφραση.
-
πες τα ρε μπιλ
μεταφράζω στα ελληνικά :
δε φταίω εγώ που εσάς τους μπαρμπάδες σας έχει καεί η μικρή σκάλα, και δε βλέπετε να διαβάσετε -
Ο χρήστης BILL33 έγραψε:
Eιναι Ολλανδικη εκφραση.Aργκό του Eindhoven και έτσι;
ΜΠΑΡΟΥΤΙ ΚΑΙ ΜΕΛΙ (τοπικό Γ.Πολίτη)