-
Κατ' απαίτηση του drifter...
Ξαναποστάρω δυο από τις αριστερές λωρίδες
Samurai
Η πρώτη φορά που άκουσα αυτό τον παράξενο ήχο ήταν πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, στο συνεργείο μοτοσικλετών που έπινα καφέ τα πρωινά πριν από το σχολείο. Ο μάστορας άφησε την κούπα στο τραπέζι και γύρισε το βλέμμα προς το δρόμο: Ένας πρωτόγνωρος θόρυβος, σαν μια ντουζίνα κατσαρόλες γεμάτες καρφιά να κατρακυλάνεμια μεγάλη λαμαρινένια κατηφόρα, ερχόταν από την πλατεία. Σε λίγο μια πράσινη μοτοσικλέτα τυλιγμένη σε πυκνό δίχρονο καπνό σταματούσε μπροστά μας. Ένα τρικύλινδρο Kawasaki Mach III 500, από αυτά που πέρασαν -λανθασμένα- στην ιστορία ως Samurai.
Ο οδηγός ήταν ένας νεαρός με μακριά λαδωμένα μαλλιά και εργατική φόρμα. Άρχισε να μας λέει ότι η μηχανή ήταν του αδερφού του και την είχε παρατημένη χρόνια σε μια αποθήκη. Ζούσε πια μόνιμα κάπου στη Θράκη, είχε παντρευτεί, δεν σκόπευε να επιστρέψει στην Αθήνα κι έτσι αποφάσισε να τη χαρίσει στο μικρό του αδερφό. Εκείνος την έβαλε μπροστά με τη βοήθεια ενός φίλου του και τώρα την έφερνε στο συνεργείο για ένα γενικότερο μάζεμα.
'Είναι πολύ ζόρικη αυτή μηχανή: έως τις 7000 σέρνεται και στις 7500 σου πετάει όλη τη δύναμη στο κεφάλι, ξέρεις να οδηγείς καλά;', τον ρώτησε ο μηχανικός.
'Ξέρω, πώς δεν ξέρω', έκανε ενοχλημένα ο νεαρός, την άφησε για service και έφυγε.
Έφυγα κι εγώ για το σχολείο. Τον ξαναείδα λίγες μέρες αργότερα, στην πλατεία, με το ίδιο λαδωμένο μαλλί, την ίδια εργατική φόρμα κι ένα φρέσκο γύψο στο αριστερό χέρι.
Ξαναπήγε τη μηχανή στο συνεργείο, τη φτιάξανε, της έβαλαν καινούρια λάστιχα και του είπαν πάλι να προσέχει.
Ύστερα από μερικές εβδομάδες, ένα τρίκυκλο ξεφόρτωσε στο συνεργείο τα υπολείμματα του παλιού Kawasaki. O στραβός σκελετός, τα κομμένα καλάμια, η ζάντα που είχε γίνει οχτάρι, μαρτυρούσαν ότι η τούμπα ήταν γερή.
'Είναι καλά ο μικρός;', ρώτησε ο μάστορας.
'Μια λάμα στο πόδι, αλλά είναι εντάξει, θέλει να του φτιάξεις το Samurai', είπε ο φίλος του, που είχε έρθει συνοδεία για τη μεραφορά.
'Όχι αγόρι μου', απάντησε τότε ο μάστορας. 'Δεν το φτιάχνω, και αν είσαι φίλος του παιδιού να πας να το πετάξεις', συνέχισε και ξανάριξε τη μοτοσικλέτα στο τρίκυκλο.
Έκανα πολλά χρόνια να ξαναδώ Mach III και να ακούσω τον αλλόκοτο ήχο του αερόψυκτου τρικύλινδρου δίχρονου κινητήρα.
Ένα από τα τελευταία κυριακάτικα μεσημέρια του καλοκαιριού, έπινα καφέ σε μια επαρχιακή καφετέρια δίπλα στο κύμα, όταν πήρε το αυτί μου μια συζήτηση από ένα διπλανό τραπέζι. Μια παρέα έλεγε κάτι για μηχανάκια και λεφτά, ή κόντρα στήνανε ή κάτι πουλάγανε. Τον ένα από αυτούς τον ήξερα, ο Λάρυ με τη σκαμμένη μούρη και το δολοφονικό ύφος κρυμμένο κάτω από τα νταβατζιλίδικα Rayban με το κοκκαλάκι, εμπορία λευκής σαρκός και κόνεως ήταν οι συνηθισμένες του ασχολίες.
Απ' ότι κατάλαβα, είχε μόλις βγεί από το κελί και έψαχνε για μοτοσικλέτα. Ο τύπος που την προξένευε, χοντρός, τεράστιος, είχε μια φάτσα χαρακωμένη και μια αλυσοδεμένη καρδιά τατουάζ, χτυπημένο στο μπράτσο. Σαν να τους είχες βγάλει από ταινία του Ταραντίνο οι δυο τους, και από δίπλα ένας κοντός και αδύνατος, αυτός ήταν μάλλον ο ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας, τον είχαν εκεί στην άκρη και δεν μίλαγε.
'Το έχεις δει το μηχανάκι, το ξέρεις', έλεγε ο χοντρός στον Λάρυ, 'θα στο φέρω αύριο στις πέντε από εδώ, αλλά παντού το ξέρουν, είναι το Samurai με τους εφτά σταυρούς'.
Τότε κατάλαβα ότι μιλούσαν για τον τοπικό θρύλο της δεκαετίας του '70, με τις εφτά χαρακιές στο ρεζερβουάρ, μια για κάθε αναβάτη που είχε στείλει στον άλλο κόσμο. Έτσι την άλλη μέρα, όλη η παρέα στήσαμε κερκίδα από νωρίς στην καφετέρια, περιμένοντας το Samurai με τους εφτά σταυρούς.
Έφτασε ο Λάρυ με ένα φίλο του, με μια παλιά τριάρα BMW. Φορούσε σαγιονάρες και σορτσάκι, ότι πρέπει για να οδηγήσεις την πιο ανατριχιαστική μοτοσικλέτα του πλανήτη, σκέφτηκα. Ήταν παρέα με δυο ξανθιές δίμετρες, έκατσαν στο διπλανό μας τραπέζι και παρήγγειλαν ουίσκι με φυστίκια. Σε λίγο ακούστηκε το καβούρδισμα του δίχρονου αερόψυκτου κινητήρα, όλοι γυρίσαμε προς τα εκεί και αμέσως μετά εμφανίστηκε η ίδια η κόλαση.
Μοτοσικλέτα μαύρη, με εφτά κόκκινους σταυρούς χαραγμένους στο ρεζερβουάρ, δίχως σέλα, κοκκοβιό, φώτα, όργανα και φτερά, έμοιαζε βγαλμένη από εξώφυλο του Ozzy, ο Τρόμος ο ίδιος. Ο κοντός ξεκαβάλησε και από ένα αγροτικό που ερχόταν από πίσω βγήκε ο χοντρός και δυο άλλοι. Ο Λάρυ άφησε τις γυναίκες στο τραπέζι και περπάτησε αργά-αργά προς τη μοτοσικλέτα.
'Τέσσερα κατοστάρικα', έκανε ο χοντρός.
'Τα κλειδιά', έγνεψε ο Λάρυ.
Ο κοντός του τα έδωσε με ένα δισταγμό, 'ξέρεις να οδηγείς;', ρώτησε με αφέλεια -'ή βιάζεσαι να πεθάνεις;' μουρμούρισα εγώ.
Ο Λάρυ κατέβασε τη μανιβέλα και μικρά σύννεφα καπνού άρχισαν να βγαίνουν από τις εξατμίσεις.
'Θα πάω μια ως το λιμάνι. Αν έχει γκάζι, πάει καλά, τετρακόσια. Αν δεν έχει έλα από εκεί να το πάρεις, δε γουστάρω τα μηχανάκια που δεν πάνε, κατάλαβες;' είπε στον κοντό.
Ο χοντρός κάτι μούγκρισε, ο Λάρυ έβαλε πρώτη, άφησε το συμπλέκτη και ξεκίνησε. Έβαλε δευτέρα πολύ νωρίς, ο καπνός πύκνωσε, το μοτέρ άρχισε να μπερδεύει και να μπουκώνει, κι εκείνος γύρισε προς το μέρος μας και έκανε μια κίνηση με το αριστερό του χέρι σαν να έλεγε 'δεν πάει το ρημάδι'. Ο χοντρός κοίταζε απορημένος τον κοντό και εκείνος με όλη του τη δύναμη ούρλιαξε:
'Γκάζι, γκάζι'.
Τότε ο Λάρυ άνοιξε όλο το γκάζι, το μοτέρ πνίγηκε στη στιγμή, σαν να έσβησε, και αμέσως μετά ακούστηκε να καθαρίζει. Στο επόμενο καρέ, το Samurai με τους εφτά σταυρούς τινάχτηκε στον αέρα, μια σούζα κάθετη, λαμπάδα όρθια, και ύστερα το καπάκι, η μηχανή να σέρνεται σε ένα χαμό από σπίθες και ο Λάρυ να φέρνει τούμπες, αλλού αυτός, αλλού οι σαγιονάρες, αλλού τα Rayban με το κοκκαλάκι.
Όταν όλα σώπασαν, ο κοντός άρχισε να τρέχει προς τη μηχανή, ο χοντρός και οι δικοί του πλάκωσαν στις κλωτσιές τον Λάρυ, όπως σηκώθηκε μεσ' στα αίματα από τον δρόμο, ο φίλος του πάλευε να τον βοηθήσει, έφαγε μερικές γερές και αυτός. Στο τέλος, τους τσουβαλιάσανε στην τριάρα και αυτοί έφυγαν, αφήνοντας τις ξανθιές αμανάτι στην καφετέρια με τα ουίσκι και τα φυστίκια. Είχα μείνει στην πόρτα, μην ξέροντας τι να πρωτοκοιτάξω, όταν από τη μεριά του λιμανιού ακούστηκε και πάλι ο χαρακτηριστικός τσίγκινος ήχος του Samurai με τους εφτά σταυρούς. Στάθηκε για μια ακόμη φορά ανίκητο, πήρε μπρος, ξεκίνησε με τις πάντες και χάθηκε στο βάθος του δρόμου, τυλιγμένο στους γαλάζιους καπνούς του.Barbie
Γνώρισα την barbie ένα φεγγάρι που δούλευα στο ραδιόφωνο. Ξανθιά, στα είκοσι, με διαστάσεις 90-60-90 και πρόσωπο εξώφυλλο της vogue, ήταν η φαντασίωση του σταθμού.
Οταν με ρώτησε αν τα ψευδοεντούρο είναι κάτι σαν το ψευδοκράτος του Ντεκτάς, νόμισα ότι είχε χιούμορ. Σύντομα κατάλαβα ότι το εννοούσε. Δεν είχε χιούμορ. Δεν είχε εγκέφαλο.
Μαθαίνοντας ότι είχα σχέση με τα αυτοκίνητα άρχισε να με ζαλίζει για κάποιον Μάκη με ένα Saxo. To είχε χαμηλώσει με ελατήρια Eibach, είχε βάλει μπούκα, έκανε χειρόφρενα με 200, ήταν γενικώς ατρόμητος τύπος. Δεν εντυπωσιάστηκα . Ολοι οι εικοσάχρονοι είναι ατρόμητοι κι ο τύπος που έχει μάθει στην γκόμενα του τι ελατήρια φοράει το Saxo του, είναι για τα μπάζα.
Μια μέρα που έβρεχε ζήτησε μετά την δουλειά, να την πάω σπίτι της στη Γλυφάδα. Θα έκανα κύκλο για να γυρίσω στο δικό μου στην Πλάκα, δέχτηκα όμως πιστεύυοντας ότι μια βόλτα με τη Veloce στη βροχή θα αρκούσε για να μην ξανακούσω λέξη για τον Μάκη, το Saxo και τους εφτά νάνους. Ετσι κι έγινε. Την έσφιξα με τις τεσσάρες ζώνες, της είπα να μη φωνάζει γιατί το μοτέρ έκανε θόρυβο και ούτως ή άλλως δεν την άκουγα και πήγαμε ως την μπιφτεκούπολη με τις πόρτες.
Κάποια στιγμή με ερωτεύτηκε και οι βόλτες με τη Veloce-που ποτέ δεν έμαθε να την λέει σωστά λέγοντάς την πάντα Βελότσα όπως γαλότσα-έγιναν συχνές. Δεν μπόρεσε να μάθει να μην φοβάται, λίγο-λίγο όμως σταμάτησε να ουρλιάζει.
Μια φορά άκουσε το Satisfaction στο ράδιο και φώναξε χαρούμενη:
-Το ξέρω αυτό, ποιός το τραγουδάει?
-Ο Mick Jagger, είπα.
-Και αυτόν τον ξέρω, συνέχισε.
Ηταν ίσως η πρώτη φορά που ήξερε κάτι που δεν είχε να κάνει με κραγιόν ή εσώρουχα, έτσι εντυπωσιασμένος ρώτησα πώς τον ήξερε, για να πάρω την δολοφονική απάντηση:
-Τον έχω δει στο Beverly, είχε έρθει σαν γκεστ.
Με κάτι τέτοια παρα το εκθαμβωτικό περιτύλιγμα, άρχισα να βαριέμαι. Εψαχνα δικαιολογίες για να μη βγούμε, έχω δουλειά ψαροντούφεκο, ιλαρά, τα είχα πει όλα. Ενα βράδυ Σαββάτου επέμενε, δεν είχα τι να πω, έτσι είπα αυθόρμητα,φεύγω, πάω στην Καλαμάτα. Συνέχισε την κουβέντα.
Υστερα από δέκα λεπτά, ρώτησε τι ώρα θα βγαίναμε.
-Δεν σου είπα ότι θα πάω στην Καλαμάτα?
-Εντάξει, να βρεθούμε στη μέση, που είναι η Καλαμάτα προς τη Γλυφάδα ή προς την Πλάκα?
Αποσβολώθηκα.
-Κορίτσι μου, είπα, ξέρεις πού είναι η Κόρινθος?
-Ναι, έκανε εκείνη.
-Το Ναύπλιο. η Τρίπολη? Συνέχισα εγώ.
-Ναι, ναι, ξαναείπε.
-Ε, η Καλαμάτα είναι ποιό μακριά, έκανα.
-Δηλαδή θα γυρίσεις αργά το βράδυ? Ξαναρώτησε η Barbie.
Κάπου εκεί το ειδύλλιο έληξε. Εγώ γύρισα στην ηρεμία μου και η Barbie στον Μάκη. Μου κράταγε μούτρα ώσπου κάποια στιγμή μου ζήτησε να την γυρίσω σπίτι. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άρχισε η εξομολόγηση.
-Μου ζήτησε ο Μάκης να βγούμε, είπε, βγήκαμε και δεν φοβήθηκα καθόλου. Γέλαγα. Με ρώτησε γιατί γελάω και του είπα ότι έβγενα με ένα παιδί με μια Bελότσε(το παιδί με σκότωσε, τουλάχιστον είπε το όνομα σωστά), που είχε 200 άλογα(αυτό το πρόσθεσε μόνη της) κι έκανε κανονικές πάντες χωρίς χειρόφρενο(απίστευτη επισήμανση), οπότε κάνε ό,τι θες, δεν φοβάμαι πια, και συνέχισα τα γέλια.
Σκέφτηκα τον απεγνωσμένο Μάκη να δοκιμάζει τα πάντα και το μωρό να χαχανίζει, ιδανική συνταγή για πολύνεκρο: ένας μεγαλύτερος που τα έχει κάνει όλα καλύτερακαι πριν από εσένα. Θυμάμαι το συναίσθημα.
Στο Λύκειο έιχα ένα πενηντάρι Beta μοτοκρός και πέτυχα τον Αντώνη, τον πρώην της καλής μου, πάνω σε ένα αστραφτερό εξακοσάρι Tenere. Εδειξε το μηχανάκι μου και με ρώτησε από πού πέρνει καφέ, εννοώντας προφανώς, ότι ήταν καβουρδιστήρι. Του απάντησα φυσικότατα ότι ένα καθαρόαιμο ιταλικό πενηντάρι είναι χίλιες φορές καλύτερο από ένα γιαπωνέζικο υποκατάστατο και ότι προτιμούσα να περπατήσω παρά να καβαλήσω ένα μηχανάκι που λέγεται ψευδοεντούρο(να το πάλι αυτό).
Του τσάκισα τα νεύρα, η ψυχή μου ήξερε ότι κατά βάθος ήθελα να του τσακίσω τα μούτρα.
Φτάσαμε στο σπίτι της Barbie, κατέβηκε, ήρθε στη μεριά μου, έσκυψε και με φίλησε. Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη κίνηση. Τότε πρόσεξα ένα Saxo παρκαρισμένο απέναντι, και μια ντουζίνα γόπες κάτω απ'το παράθυρο, σημάδι ότι ο Μάκης περίμενε εκεί για ώρες.
Είχα πέσει θύμα σεναρίου για σπάσιμο στον Μάκη. Ο μάκης η Barbie και εγώ. Εγώ, η Σοφία και ο Αντώνης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η Barbie με το αγαλματένιο κορμί και τη ελλειματική νοημοσύνη μας είχε τυλίξει στον ιστό της. Σκέφτηκα να του μιλήσω, να τον καθησυχάσω,
κι ύστερα θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό και πείστηκα ότι δεν χρειάζονται παρεμβάσεις, τα πράγματα παίρνουν νομοτελικά το δρόμο τους.
Λίγους μήνες μετά το συμβάν με το καβουρδιστήρι, είχα δει τον Αντώνη σε ένα φανάρι. Είχε ακόμη το ίδιο Tenere, μόνο που εγώ είχα ένα Guzzi Le mans 1000.
Mε γνώρισε, έγνεψε, γεια, '' να χαίρεσαι το κίτρινο μπρίκι σου'', απάντησα. Το φανάρι άναψε, άφησα το συμπλέκτη στις 7000 και χάθηκα σ'ένα σύννεφο λιωμένου Pirelli Phantom που τρυπούσαν οι φλόγες από τις ανοικτές Lafranconi στροβιλισμού.
Αν λοιπόν κάποιο βράδυ με περάσει διπλωμένο κανένα Evo ξερνώντας φλόγες με 300, θα ξέρω πώς ίσως να είναι ο Μάκης που ενηλικιώθηκε. -
Κατ' απαίτηση του drifter...
Ξαναποστάρω δυο από τις αριστερές λωρίδες
Samurai
Η πρώτη φορά που άκουσα αυτό τον παράξενο ήχο ήταν πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, στο συνεργείο μοτοσικλετών που έπινα καφέ τα πρωινά πριν από το σχολείο. Ο μάστορας άφησε την κούπα στο τραπέζι και γύρισε το βλέμμα προς το δρόμο: Ένας πρωτόγνωρος θόρυβος, σαν μια ντουζίνα κατσαρόλες γεμάτες καρφιά να κατρακυλάνεμια μεγάλη λαμαρινένια κατηφόρα, ερχόταν από την πλατεία. Σε λίγο μια πράσινη μοτοσικλέτα τυλιγμένη σε πυκνό δίχρονο καπνό σταματούσε μπροστά μας. Ένα τρικύλινδρο Kawasaki Mach III 500, από αυτά που πέρασαν -λανθασμένα- στην ιστορία ως Samurai.
Ο οδηγός ήταν ένας νεαρός με μακριά λαδωμένα μαλλιά και εργατική φόρμα. Άρχισε να μας λέει ότι η μηχανή ήταν του αδερφού του και την είχε παρατημένη χρόνια σε μια αποθήκη. Ζούσε πια μόνιμα κάπου στη Θράκη, είχε παντρευτεί, δεν σκόπευε να επιστρέψει στην Αθήνα κι έτσι αποφάσισε να τη χαρίσει στο μικρό του αδερφό. Εκείνος την έβαλε μπροστά με τη βοήθεια ενός φίλου του και τώρα την έφερνε στο συνεργείο για ένα γενικότερο μάζεμα.
'Είναι πολύ ζόρικη αυτή μηχανή: έως τις 7000 σέρνεται και στις 7500 σου πετάει όλη τη δύναμη στο κεφάλι, ξέρεις να οδηγείς καλά;', τον ρώτησε ο μηχανικός.
'Ξέρω, πώς δεν ξέρω', έκανε ενοχλημένα ο νεαρός, την άφησε για service και έφυγε.
Έφυγα κι εγώ για το σχολείο. Τον ξαναείδα λίγες μέρες αργότερα, στην πλατεία, με το ίδιο λαδωμένο μαλλί, την ίδια εργατική φόρμα κι ένα φρέσκο γύψο στο αριστερό χέρι.
Ξαναπήγε τη μηχανή στο συνεργείο, τη φτιάξανε, της έβαλαν καινούρια λάστιχα και του είπαν πάλι να προσέχει.
Ύστερα από μερικές εβδομάδες, ένα τρίκυκλο ξεφόρτωσε στο συνεργείο τα υπολείμματα του παλιού Kawasaki. O στραβός σκελετός, τα κομμένα καλάμια, η ζάντα που είχε γίνει οχτάρι, μαρτυρούσαν ότι η τούμπα ήταν γερή.
'Είναι καλά ο μικρός;', ρώτησε ο μάστορας.
'Μια λάμα στο πόδι, αλλά είναι εντάξει, θέλει να του φτιάξεις το Samurai', είπε ο φίλος του, που είχε έρθει συνοδεία για τη μεραφορά.
'Όχι αγόρι μου', απάντησε τότε ο μάστορας. 'Δεν το φτιάχνω, και αν είσαι φίλος του παιδιού να πας να το πετάξεις', συνέχισε και ξανάριξε τη μοτοσικλέτα στο τρίκυκλο.
Έκανα πολλά χρόνια να ξαναδώ Mach III και να ακούσω τον αλλόκοτο ήχο του αερόψυκτου τρικύλινδρου δίχρονου κινητήρα.
Ένα από τα τελευταία κυριακάτικα μεσημέρια του καλοκαιριού, έπινα καφέ σε μια επαρχιακή καφετέρια δίπλα στο κύμα, όταν πήρε το αυτί μου μια συζήτηση από ένα διπλανό τραπέζι. Μια παρέα έλεγε κάτι για μηχανάκια και λεφτά, ή κόντρα στήνανε ή κάτι πουλάγανε. Τον ένα από αυτούς τον ήξερα, ο Λάρυ με τη σκαμμένη μούρη και το δολοφονικό ύφος κρυμμένο κάτω από τα νταβατζιλίδικα Rayban με το κοκκαλάκι, εμπορία λευκής σαρκός και κόνεως ήταν οι συνηθισμένες του ασχολίες.
Απ' ότι κατάλαβα, είχε μόλις βγεί από το κελί και έψαχνε για μοτοσικλέτα. Ο τύπος που την προξένευε, χοντρός, τεράστιος, είχε μια φάτσα χαρακωμένη και μια αλυσοδεμένη καρδιά τατουάζ, χτυπημένο στο μπράτσο. Σαν να τους είχες βγάλει από ταινία του Ταραντίνο οι δυο τους, και από δίπλα ένας κοντός και αδύνατος, αυτός ήταν μάλλον ο ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας, τον είχαν εκεί στην άκρη και δεν μίλαγε.
'Το έχεις δει το μηχανάκι, το ξέρεις', έλεγε ο χοντρός στον Λάρυ, 'θα στο φέρω αύριο στις πέντε από εδώ, αλλά παντού το ξέρουν, είναι το Samurai με τους εφτά σταυρούς'.
Τότε κατάλαβα ότι μιλούσαν για τον τοπικό θρύλο της δεκαετίας του '70, με τις εφτά χαρακιές στο ρεζερβουάρ, μια για κάθε αναβάτη που είχε στείλει στον άλλο κόσμο. Έτσι την άλλη μέρα, όλη η παρέα στήσαμε κερκίδα από νωρίς στην καφετέρια, περιμένοντας το Samurai με τους εφτά σταυρούς.
Έφτασε ο Λάρυ με ένα φίλο του, με μια παλιά τριάρα BMW. Φορούσε σαγιονάρες και σορτσάκι, ότι πρέπει για να οδηγήσεις την πιο ανατριχιαστική μοτοσικλέτα του πλανήτη, σκέφτηκα. Ήταν παρέα με δυο ξανθιές δίμετρες, έκατσαν στο διπλανό μας τραπέζι και παρήγγειλαν ουίσκι με φυστίκια. Σε λίγο ακούστηκε το καβούρδισμα του δίχρονου αερόψυκτου κινητήρα, όλοι γυρίσαμε προς τα εκεί και αμέσως μετά εμφανίστηκε η ίδια η κόλαση.
Μοτοσικλέτα μαύρη, με εφτά κόκκινους σταυρούς χαραγμένους στο ρεζερβουάρ, δίχως σέλα, κοκκοβιό, φώτα, όργανα και φτερά, έμοιαζε βγαλμένη από εξώφυλο του Ozzy, ο Τρόμος ο ίδιος. Ο κοντός ξεκαβάλησε και από ένα αγροτικό που ερχόταν από πίσω βγήκε ο χοντρός και δυο άλλοι. Ο Λάρυ άφησε τις γυναίκες στο τραπέζι και περπάτησε αργά-αργά προς τη μοτοσικλέτα.
'Τέσσερα κατοστάρικα', έκανε ο χοντρός.
'Τα κλειδιά', έγνεψε ο Λάρυ.
Ο κοντός του τα έδωσε με ένα δισταγμό, 'ξέρεις να οδηγείς;', ρώτησε με αφέλεια -'ή βιάζεσαι να πεθάνεις;' μουρμούρισα εγώ.
Ο Λάρυ κατέβασε τη μανιβέλα και μικρά σύννεφα καπνού άρχισαν να βγαίνουν από τις εξατμίσεις.
'Θα πάω μια ως το λιμάνι. Αν έχει γκάζι, πάει καλά, τετρακόσια. Αν δεν έχει έλα από εκεί να το πάρεις, δε γουστάρω τα μηχανάκια που δεν πάνε, κατάλαβες;' είπε στον κοντό.
Ο χοντρός κάτι μούγκρισε, ο Λάρυ έβαλε πρώτη, άφησε το συμπλέκτη και ξεκίνησε. Έβαλε δευτέρα πολύ νωρίς, ο καπνός πύκνωσε, το μοτέρ άρχισε να μπερδεύει και να μπουκώνει, κι εκείνος γύρισε προς το μέρος μας και έκανε μια κίνηση με το αριστερό του χέρι σαν να έλεγε 'δεν πάει το ρημάδι'. Ο χοντρός κοίταζε απορημένος τον κοντό και εκείνος με όλη του τη δύναμη ούρλιαξε:
'Γκάζι, γκάζι'.
Τότε ο Λάρυ άνοιξε όλο το γκάζι, το μοτέρ πνίγηκε στη στιγμή, σαν να έσβησε, και αμέσως μετά ακούστηκε να καθαρίζει. Στο επόμενο καρέ, το Samurai με τους εφτά σταυρούς τινάχτηκε στον αέρα, μια σούζα κάθετη, λαμπάδα όρθια, και ύστερα το καπάκι, η μηχανή να σέρνεται σε ένα χαμό από σπίθες και ο Λάρυ να φέρνει τούμπες, αλλού αυτός, αλλού οι σαγιονάρες, αλλού τα Rayban με το κοκκαλάκι.
Όταν όλα σώπασαν, ο κοντός άρχισε να τρέχει προς τη μηχανή, ο χοντρός και οι δικοί του πλάκωσαν στις κλωτσιές τον Λάρυ, όπως σηκώθηκε μεσ' στα αίματα από τον δρόμο, ο φίλος του πάλευε να τον βοηθήσει, έφαγε μερικές γερές και αυτός. Στο τέλος, τους τσουβαλιάσανε στην τριάρα και αυτοί έφυγαν, αφήνοντας τις ξανθιές αμανάτι στην καφετέρια με τα ουίσκι και τα φυστίκια. Είχα μείνει στην πόρτα, μην ξέροντας τι να πρωτοκοιτάξω, όταν από τη μεριά του λιμανιού ακούστηκε και πάλι ο χαρακτηριστικός τσίγκινος ήχος του Samurai με τους εφτά σταυρούς. Στάθηκε για μια ακόμη φορά ανίκητο, πήρε μπρος, ξεκίνησε με τις πάντες και χάθηκε στο βάθος του δρόμου, τυλιγμένο στους γαλάζιους καπνούς του.Barbie
Γνώρισα την barbie ένα φεγγάρι που δούλευα στο ραδιόφωνο. Ξανθιά, στα είκοσι, με διαστάσεις 90-60-90 και πρόσωπο εξώφυλλο της vogue, ήταν η φαντασίωση του σταθμού.
Οταν με ρώτησε αν τα ψευδοεντούρο είναι κάτι σαν το ψευδοκράτος του Ντεκτάς, νόμισα ότι είχε χιούμορ. Σύντομα κατάλαβα ότι το εννοούσε. Δεν είχε χιούμορ. Δεν είχε εγκέφαλο.
Μαθαίνοντας ότι είχα σχέση με τα αυτοκίνητα άρχισε να με ζαλίζει για κάποιον Μάκη με ένα Saxo. To είχε χαμηλώσει με ελατήρια Eibach, είχε βάλει μπούκα, έκανε χειρόφρενα με 200, ήταν γενικώς ατρόμητος τύπος. Δεν εντυπωσιάστηκα . Ολοι οι εικοσάχρονοι είναι ατρόμητοι κι ο τύπος που έχει μάθει στην γκόμενα του τι ελατήρια φοράει το Saxo του, είναι για τα μπάζα.
Μια μέρα που έβρεχε ζήτησε μετά την δουλειά, να την πάω σπίτι της στη Γλυφάδα. Θα έκανα κύκλο για να γυρίσω στο δικό μου στην Πλάκα, δέχτηκα όμως πιστεύυοντας ότι μια βόλτα με τη Veloce στη βροχή θα αρκούσε για να μην ξανακούσω λέξη για τον Μάκη, το Saxo και τους εφτά νάνους. Ετσι κι έγινε. Την έσφιξα με τις τεσσάρες ζώνες, της είπα να μη φωνάζει γιατί το μοτέρ έκανε θόρυβο και ούτως ή άλλως δεν την άκουγα και πήγαμε ως την μπιφτεκούπολη με τις πόρτες.
Κάποια στιγμή με ερωτεύτηκε και οι βόλτες με τη Veloce-που ποτέ δεν έμαθε να την λέει σωστά λέγοντάς την πάντα Βελότσα όπως γαλότσα-έγιναν συχνές. Δεν μπόρεσε να μάθει να μην φοβάται, λίγο-λίγο όμως σταμάτησε να ουρλιάζει.
Μια φορά άκουσε το Satisfaction στο ράδιο και φώναξε χαρούμενη:
-Το ξέρω αυτό, ποιός το τραγουδάει?
-Ο Mick Jagger, είπα.
-Και αυτόν τον ξέρω, συνέχισε.
Ηταν ίσως η πρώτη φορά που ήξερε κάτι που δεν είχε να κάνει με κραγιόν ή εσώρουχα, έτσι εντυπωσιασμένος ρώτησα πώς τον ήξερε, για να πάρω την δολοφονική απάντηση:
-Τον έχω δει στο Beverly, είχε έρθει σαν γκεστ.
Με κάτι τέτοια παρα το εκθαμβωτικό περιτύλιγμα, άρχισα να βαριέμαι. Εψαχνα δικαιολογίες για να μη βγούμε, έχω δουλειά ψαροντούφεκο, ιλαρά, τα είχα πει όλα. Ενα βράδυ Σαββάτου επέμενε, δεν είχα τι να πω, έτσι είπα αυθόρμητα,φεύγω, πάω στην Καλαμάτα. Συνέχισε την κουβέντα.
Υστερα από δέκα λεπτά, ρώτησε τι ώρα θα βγαίναμε.
-Δεν σου είπα ότι θα πάω στην Καλαμάτα?
-Εντάξει, να βρεθούμε στη μέση, που είναι η Καλαμάτα προς τη Γλυφάδα ή προς την Πλάκα?
Αποσβολώθηκα.
-Κορίτσι μου, είπα, ξέρεις πού είναι η Κόρινθος?
-Ναι, έκανε εκείνη.
-Το Ναύπλιο. η Τρίπολη? Συνέχισα εγώ.
-Ναι, ναι, ξαναείπε.
-Ε, η Καλαμάτα είναι ποιό μακριά, έκανα.
-Δηλαδή θα γυρίσεις αργά το βράδυ? Ξαναρώτησε η Barbie.
Κάπου εκεί το ειδύλλιο έληξε. Εγώ γύρισα στην ηρεμία μου και η Barbie στον Μάκη. Μου κράταγε μούτρα ώσπου κάποια στιγμή μου ζήτησε να την γυρίσω σπίτι. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άρχισε η εξομολόγηση.
-Μου ζήτησε ο Μάκης να βγούμε, είπε, βγήκαμε και δεν φοβήθηκα καθόλου. Γέλαγα. Με ρώτησε γιατί γελάω και του είπα ότι έβγενα με ένα παιδί με μια Bελότσε(το παιδί με σκότωσε, τουλάχιστον είπε το όνομα σωστά), που είχε 200 άλογα(αυτό το πρόσθεσε μόνη της) κι έκανε κανονικές πάντες χωρίς χειρόφρενο(απίστευτη επισήμανση), οπότε κάνε ό,τι θες, δεν φοβάμαι πια, και συνέχισα τα γέλια.
Σκέφτηκα τον απεγνωσμένο Μάκη να δοκιμάζει τα πάντα και το μωρό να χαχανίζει, ιδανική συνταγή για πολύνεκρο: ένας μεγαλύτερος που τα έχει κάνει όλα καλύτερακαι πριν από εσένα. Θυμάμαι το συναίσθημα.
Στο Λύκειο έιχα ένα πενηντάρι Beta μοτοκρός και πέτυχα τον Αντώνη, τον πρώην της καλής μου, πάνω σε ένα αστραφτερό εξακοσάρι Tenere. Εδειξε το μηχανάκι μου και με ρώτησε από πού πέρνει καφέ, εννοώντας προφανώς, ότι ήταν καβουρδιστήρι. Του απάντησα φυσικότατα ότι ένα καθαρόαιμο ιταλικό πενηντάρι είναι χίλιες φορές καλύτερο από ένα γιαπωνέζικο υποκατάστατο και ότι προτιμούσα να περπατήσω παρά να καβαλήσω ένα μηχανάκι που λέγεται ψευδοεντούρο(να το πάλι αυτό).
Του τσάκισα τα νεύρα, η ψυχή μου ήξερε ότι κατά βάθος ήθελα να του τσακίσω τα μούτρα.
Φτάσαμε στο σπίτι της Barbie, κατέβηκε, ήρθε στη μεριά μου, έσκυψε και με φίλησε. Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη κίνηση. Τότε πρόσεξα ένα Saxo παρκαρισμένο απέναντι, και μια ντουζίνα γόπες κάτω απ'το παράθυρο, σημάδι ότι ο Μάκης περίμενε εκεί για ώρες.
Είχα πέσει θύμα σεναρίου για σπάσιμο στον Μάκη. Ο μάκης η Barbie και εγώ. Εγώ, η Σοφία και ο Αντώνης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η Barbie με το αγαλματένιο κορμί και τη ελλειματική νοημοσύνη μας είχε τυλίξει στον ιστό της. Σκέφτηκα να του μιλήσω, να τον καθησυχάσω,
κι ύστερα θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό και πείστηκα ότι δεν χρειάζονται παρεμβάσεις, τα πράγματα παίρνουν νομοτελικά το δρόμο τους.
Λίγους μήνες μετά το συμβάν με το καβουρδιστήρι, είχα δει τον Αντώνη σε ένα φανάρι. Είχε ακόμη το ίδιο Tenere, μόνο που εγώ είχα ένα Guzzi Le mans 1000.
Mε γνώρισε, έγνεψε, γεια, '' να χαίρεσαι το κίτρινο μπρίκι σου'', απάντησα. Το φανάρι άναψε, άφησα το συμπλέκτη στις 7000 και χάθηκα σ'ένα σύννεφο λιωμένου Pirelli Phantom που τρυπούσαν οι φλόγες από τις ανοικτές Lafranconi στροβιλισμού.
Αν λοιπόν κάποιο βράδυ με περάσει διπλωμένο κανένα Evo ξερνώντας φλόγες με 300, θα ξέρω πώς ίσως να είναι ο Μάκης που ενηλικιώθηκε. -
-
Το 'πιτσα μποις' ειναι απο τα διαμαντια του Πολιτη που θα μου μεινουν αξεχαστα.
-
Η 2η και η 3η ειναι λιγο δυσκολο να διαβαστουν αλλα δεν πειραζει
-
Ο χρήστης carfanatic έγραψε:
Η 2η και η 3η ειναι λιγο δυσκολο να διαβαστουν αλλα δεν πειραζειΜε κινητό τις τράβηξα, αλλα όταν πατάς στο thumbnail και σε πάει στο postimage, ξαναπάτα την εικόνα και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. 5MP είναι οι φωτόζζζζζ
-
Ο χρήστης odyssey έγραψε:
Η 2η και η 3η ειναι λιγο δυσκολο να διαβαστουν αλλα δεν πειραζει
Με κινητό τις τράβηξα, αλλα όταν πατάς στο thumbnail και σε πάει στο postimage, ξαναπάτα την εικόνα και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. 5MP είναι οι φωτόζζζζζ
Το μεγεθος μια χαρα ειναι για την φωτεινοτητα το ειπα Anyway δεν πειραζει.. Ευχαριστουμε
-
Παρακαλώ.
BTW το 'Στιγμές απο τη ζωή ενός Fulda' το βρίσκω όμορφο και συγκινητικό καθώς μου θυμίζει στιγμές απο την ζωή των πρώτων 888 που είχα αγοράσει 3ο χέρι φορεμένα σε άλλα μιατάκια που είχαν οργώσει τις πίστες και τις πλατείες και τώρα ακόμα το ένα απο αυτά υπάρχει στο υπόγειο .2 απο αυτά συνέχισαν την καριέρα τους (!!!) στο μιατα του dimsaba!!!
-
Το απέναντι στην μπάλα θα ήταν το επόμενο που είχα σκοπό να γράψω. Μιλάμε κάθε φορά που το διαβάζω, στο τέλος με πιάνει σπαστικό γέλιο προσπαθώντας να φανταστώ τη σκηνή...
-
Γειά σου ρε μιατάκια
-
α ρε αθανατο ΠΝ
οι καμιονετες της ford με το χαρακτηριστικο ''κλακ'' του σαζμαν οταν αλλαζες ταχυτητες
οταν υπηρετησα εγω τα vw ειχαν παροπλιστει -
Ο χρήστης odyssey έγραψε:
Παρακαλώ.BTW το 'Στιγμές απο τη ζωή ενός Fulda' το βρίσκω όμορφο και συγκινητικό καθώς μου θυμίζει στιγμές απο την ζωή των πρώτων 888 που είχα αγοράσει 3ο χέρι φορεμένα σε άλλα μιατάκια που είχαν οργώσει τις πίστες και τις πλατείες και τώρα ακόμα το ένα απο αυτά υπάρχει στο υπόγειο .2 απο αυτά συνέχισαν την καριέρα τους (!!!) στο μιατα του dimsaba!!!
Μπα, δεν μπήκαν ποτέ πάνω. Δόθηκαν σε ηρωική δίλιτρη Ε30, έκαναν κάμποσα Καρτόδρομα, λύσσαξαν στο δρόμο και τελικά παρέδωσαν λινά. Αλλά κι η ίδια η Ε30 έχει γίνει σκραπ πλέον. Άνετα γέμιζε μια σελίδα του Πολίτη με τις περιπέτειές της...
-
πολυ ΠΝ επεσε εδω μεσα,88δ στο Μιαουλης,και ενω ειχα παρει 2 μηνες αποσπαση στα συνεργεια του Ναυσταυθμου για να μαθω τορνο,συναντω τον ΛΚυρκο οδηγο σε τζιπακι Μερτσεντα.Τα υπολοιπα δεν γραφονται...
αν και οφτοπικ,ανετα θα μπορουσε να ειχε γεμησει μια σελιδα και η παρακατω ιστορια οταν ημουν ναυτης.
Εφαγα φυλακη γιατι εκανα κοντρες με την πετρελαιακατο του κυβερνητη.
Ειμασταν σε ασκηση με ολη την μοιρα και ειμαστε στη ραδα καπου εξω απο την Μυρινα αν θυμαμαι καλα.Εγω μηχανικος πετρελαιακατου και επρεπε να παμε τον κυβερνητη στην φρεγατα που ηταν ο αρχηγος της μοιρας για συμβουλιο μεταξυ τους.Το ιδιο και οι αλλοι απο τα αλλα αντιτορπιλικα.Να φυγουμε? Ρωταμε η να περιμενουμε? ρωταμε μολις αποβιβαστηκε ο Κυβερνητης.Να περιμενεται μας ειπε.
Τι να κανεις τοση ωρα.....ξαφνικα μου ερχεται η φαεινη ιδεα να παμε 4-5 πετρελαιακατοι μεχρι την μυτη για να μην φαινομαστε,και να βαλουμε κοντρα(απο σταση ) για να δουμε ποια ειναι η πιο γρηγορη πετρελαιακατος.
Φρεσκοεπισκευασμενη η δικια μου,ρυθμισμενη αντλια πετρελαιου,καθαρισμενα μπεκ,καθαρισμενα υφαλα μιας και ειχαμε περασει ΠΕΑΚ πριν λιγους μηνες,τους εφαγα λεω. Στο δρομο μεχρι να φτασουμε στο σημειο εκκινησης εβγαζα και τα σεντινοτερα να ελαφρυνει το σκαφος
Βαζουμε την κοντρα περα απο την μυτη για να μην φαινομαστε απο τα πλοια,εχουμε ορησει και τελος ενα σημαδι στο νησι,και ξεκιναμε... Τερμα τα πετρελαια ανοιχτα ,ντουμανια απο τις βαρκες να εχουν γεμησει τον ουρανο,ξεχωρηζει η δικια μου μαζι με μια αλλη που πηγαιναν σχεδον μαζι,κοντευαμε να φτασουμε στο σημειο ληξης της κοντρας αλλα δεν εχει ξεχωρησει ο νικητης.Περναμε και το σημειο και δεν κλεινει κανεις το γκαζι(τα πετρελαια μαλλον) για να το ληξουμε.
Να μην τα πολυλογω καταφεραμε να ξεχωρησει η δικια μας βαρκα καποιους ποντους πιο μπροστα,αλλα ηδη ειμασταν ορατοι απο τα πλοια.Εμεις δεν ξεραμε ομως εαν μας εχουν δει..
Φτανουμε ολες οι βαρκες,δενουμε κατω απο την φρεγατα και σε λιγο κατεβαινουν οι κυβερνητες.Φτανουμε στο πλοιο μας ολα καλα,ουτε γατα ουτε ζημια,μου φευγει και το αγχος μηπως μας ειχαν δει.
Μετα απο 3-4 ημερες φταναμε στον ναυσταυθμο για να δεσουμε και ακουω το ονομα μου να φωναζουν απο τα μεγαφωνα για να παω στην αναφορα υπαρχου.Τα υπολοιπα τα καταλαβατε... -
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ, του Γιώργου Ν. Πολίτη,
Αλλάχ, Αλλάχ
Εκείνο το μεσημέρι με είχαν κρατήσει μια ώρα παραπάνω στο Συνεργείο Επισκευής Φορητού Οπλισμού. 'Όταν λοιπόν πήρα το τζιπ κι έφτασα στο θάλαμο του Κτιρίου Πυρομαχικών, ενός φρικαλέου παραπήγματος στο τέρμα του Ναυστάθμου, η τραπεζαρία ήταν άδεια, όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Έριξα μια ματιά στην ανοιχτή τηλεόραση. Δύο ουρανοξύστες καιγόντουσαν, το σήμα του CNN και από κάτω η μπαρέτα έλεγε «Το Κέντρο Παγκοσμίου Εμπορίου Κατέρρευσε».
- Μαλακίες του Χόλιγουντ, μουρμούρισα, βέβαιος ότι έβλεπα πλάνα από κάποιο νέο Mad Max. Προσπέρασα την πόρτα Και πήγα προς το θάλαμο. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί το βράδυ είχα νυχτερινή εξάωρη σκοπιά 2-8 στο φυλάκιο Α.
Ο θάλαμος βρώμαγε, όπως μόνο ένας στρατιωτικός κοιτώνας μπορεί να βρωμάει. Έκανε ζέστη και οι μύγες είχαν στήσει χορό στα σεντόνια. Προτιμώντας την πρώτη από τις δεύτερες, σκεπάστηκα ολόκληρος και προσπάθησα να κοιμηθώ.
Κάποια στιγμή ένας ναύτης όρμηξε στο δωμάτιο ουρλιάζο¬ντας ακατάληπτα.
- Κοιμάμαι, ρε! φώναξα.
I Ξύπνα, έγινε χαμός, επέμενε, πέσανε δυο αεροπλάνα στους Πύργους της Νέας Υόρκης, μάλλον τρομοκράτες.
| Καλά, τραγούδα, είπα και άλλαξα πλευρό.
Σύντομα οι φωνές από την τραπεζαρία δυνάμωσαν τόσο που μόνο ο Κουασιμόδος θα μπορούσε να συνεχίσει τη σιέστα του. Κοίταξα το ρολόι μου, πέντε το απόγευμα, Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου, φόρεσα παντελόνι αγγαρείας, αρβύλες και σύρθηκα έως την τηλεόραση.
Ο ναύτης έλεγε αλήθεια, δεν ήταν Mad Max. Σύντομα απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Ναύσταθμο, το σύστημα τέθηκε σε επιφυλακή, ανεστάλησαν οι άδειες. Οι μπάρμπα-Μπεν, το ένδοξο σώμα των υπαξιωματικών Π.Ν. ήταν στα όρια του πάρκινσον από τον τρόμο. Το βράδυ ο οπλονόμος μάς έστειλε συγκινημένος -με όση συγκίνηση μπορεί να κρύβει μέσα του ένας ανθύπας- στα φυλάκια. Να προσέχετε παιδιά, ήταν τα λόγια του. Τι να προσέχουμε δηλαδή; Μην έρθουν ορδές από αφιονισμένους μουτζαχεντίν να μας πάρουν τα ΜΙ;
Πέρασα όλη τη βάρδια στο ραδιόφωνο. Ένας κληρούχας έστειλε μήνυμα από το Πεντάγωνο. Είχε βάρδια στην ταράτσα. Του είχαν πει να κοιτάζει τον ουρανό μήπως δει κάτι να έρχεται από ψηλά. Λες κι αν έβλεπε κανέναν πύραυλο θα προλάβαινε κάτι να κάνει. Όμως η εντολή ήταν εντολή. Για μήνες μετά την επίθεση κάποιοι ταλαίπωροι φυλάγανε σκοπιά στην ταράτσα του Γενικού Επιτελείου κοιτώντας τον ουρανό με τα κιάλια.
Όταν έπαψε η επιφυλακή και βγήκα έξω, πήγα για καφέ με φίλους. Ένας από αυτούς πήρε το κινητό μου κι έβαλε τη φάτσα του Οσάμα Μπιν Λάντεν για logo. Φαινόταν μάλλον γελοίο. Το ίδιο τζιν στο τηλέφωνο. Σκουπίζοντάς το, είδε τον γενειοφόρο Σαουδάραβα κι έβαλε τα γέλια. Πιάσαμε την κουβέντα. Βγήκαμε μόλις έκλεισε το μπαρ. Κράτησα το logo.
Πέρασαν μήνες, ήρθε το καλοκαίρι, είχα πια κάνει τον κύκλο μου ως ναύτης. Από το λούμπεν προλεταριάτο των Συνεργείων Επισκευής Φορητού Οπλισμού είχα περάσει στη νομενκλατούρα, ήμουν σεβαστός οδηγός Ναυάρχου. Από δεξίωση σε κοκτέιλ πάρτι και από δείπνο σε χορό πήγαινα. Εκείνο το μεσημέρι γινόταν μια γιορτή στην κατοικία του Αμερικανού πρέσβη. Σύσσωμη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του τόπου έπρεπε να δώσει το παρών. Σημαιοστόλισα το Mondeo, έβαλα την πινακίδα με τα αστέρια και μέσα στην πυκνή κίνηση της Αθήνας προσπάθησα να φτάσω στον τόπο της εκδήλωσης. Δύσκολο. Κι αυτό γιατί τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, όπως λένε στην τηλεόραση οι φερόμενοι ως δημοσιογράφοι. Όλοι οι γύρω δρόμοι είχαν κλείσει, αστυνομία, σφυρίχτρες, πανικός. Έφτασα καθυστερημένα, άφησα
τον προσκεκλημένο στην είσοδο βράδυ η μπαργούμαν, όπως με σέρβιρε, αστόχησε κι έριξε λίγο και πάρκαρα λίγο πιο κάτω.
Αριστερά ήταν η είσοδος για τους επισήμους και από δεξιά υπήρχε ένας μικρός χώρος απ' όπου έμπαιναν οι οδηγοί. Στην πόρτα έδινες το όνομα του καλεσμένου και το δικό σου. Έλεγχαν τον κατάλογο και σε άφηναν να περάσεις. Στάθηκα στην ουρά κι όταν ο προπορευόμενός μου έφτασε στο σημείο ελέγχου πρόσεξα ότι ο φρουρός κρατούσε τα κινητά των οδηγών. Προφανώς για να αποκλειστεί τρομοκρατική επίθεση μέσω ειδοποίησης του τύπου: «Τον βλέπω τώρα, είναι δίπλα στο φοίνικα, κρατά» ένα καναπεδάκι με ροκφόρ στο χέρι».
Δίσταζα να το δώσω. Εάν το έδινα, δεν θα μπορούσε να με ειδοποιήσει ο Ναύαρχος για να φύγουμε. Απ' την άλλη δεν σκόπευα να κάτσω πολύ, κάτι να πιω για ξεδίψασμα ήθελα, άλλωστε με τη λευκή θερινή στολή του κελευστή έκανα μπαμ από μακριά. Αν με ήθελε κάτι θα με έβλεπε.
Μόνο όταν άπλωσα το χέρι μου θυμήθηκα το logo του κινητού. Πάγωσα. Τι θα γινόταν αν ο Αμερικανός πεζοναύτης έβλεπε τον Οσάμα να τον κοιτάζει; Ασφαλώς θα έληγε εκεί η καριέρα του Ναυάρχου, εγώ μπορεί να βρισκόμουν στο Γκουαντάναμο, χώρια ότι το διπλωματικό επεισόδιο μπορεί να έβαζε σε επικίνδυνες σκέψεις τον Μπους Τζούνιορ. Τέντωσα τα δάχτυλά μου για να το κλείσω. Τη στιγμή που η παλάμη του φρουρού ακο¬μπούσε την κεραία, είδα την οθόνη να σβήνει. Ο θεός είναι μεγάλος. Αλλάχ-ου άκμπαρ, όπως θα έλεγαν και οι Ταλιμπάν.
242 DRIVE ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2003
Είπα να συνεισφέρω κι εγώ λίγο με μερικά OCRs... Δεν περίμενα να δουλέψει από φωτογραφίες κινητού, αλλά δουλεύει και μάλιστα καλά! Υπόσχομαι να μεταφέρω και τα υπόλοιπα αργότερα, οπότε, όποιος έχει κείμενα του Πολίτη, απλώς ν' ανεβάζει τις φωτογραφίες, τα υπόλοιπα θα τα αναλαμβάνω εγώ (όσο έχω χρόνο).
ABBYY Finereader is your friend!
-
Ο χρήστης EDDIE_147 έγραψε:
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια.
Τελικά δεν είμασταν οι μονοι που τη βγάζαμε στα Ντάνκιν της Γλυφάδας μετά τα καφρηλίκια στην παραλιακή.
-
To 'Απέναντι στη μπάλα' ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!!!
-
Ο χρήστης A-Viper7 έγραψε:
To 'Απέναντι στη μπάλα' ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!!!Βασικά προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ακουγόταν το απότομο πέρασμα από jazz σε Καζαντζίδη...
-
θα κατέβει η αδερφή μου λευκάδα σύντομα, θα την βάλω να βγάλει φωτό όλες τις αριστερές λωρίδες και να μου τις στείλει
ναι έντυ ξέρω, το τρίτο τεύχος
-
Ο χρήστης taurus έγραψε:
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια.
Τελικά δεν είμασταν οι μονοι που τη βγάζαμε στα Ντάνκιν της Γλυφάδας μετά τα καφρηλίκια στην παραλιακή.
Άραγμα στα Dunkin πριν ή μετά από βόλτα στα λιμανάκια; Παρών! ( Q που είσαι ρε; )
-
Ο χρήστης eimaiospiros έγραψε:
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια.
Τελικά δεν είμασταν οι μονοι που τη βγάζαμε στα Ντάνκιν της Γλυφάδας μετά τα καφρηλίκια στην παραλιακή.
Άραγμα στα Dunkin πριν ή μετά από βόλτα στα λιμανάκια; Παρών! ( Q που είσαι ρε; )
Καγκούρια.......
Μετά τον Χρήστο στο Πολυδένδρι, τίποτα....
ΜΠΑΡΟΥΤΙ ΚΑΙ ΜΕΛΙ (τοπικό Γ.Πολίτη)