Ο χρήστης Coyot έγραψε:
Ένας Σαλονικιός ποιητής έγραψε ότι
'Στην Ελλάδα, οι νεκροί ταξιδεύουν. Τιμούν με το πτώμα τους τον τόπο που δεν τίμησαν με το σώμα τους'
Ένας Ηπειρώτης πεζογράφος είχε περιγράψει την επιστροφή, από Αθήνας, του νεκρού στη γενέθλια Γη, στην Ήπειρο,
'ο μισός έξω απ' το πορτ-μπαγκάζ' (λόγω φερέτρου).
Ο πατέρας μου φρόντισε να ταξιδέψει όρθιος έως το χωριό (όπου και ήταν η ανέκαθεν διακηρυγμένη επιθυμία του να ταφεί), επ' ευκαιρία εκδρομής. Η εκδρομή θα περιελάμβανε το χωριό μας, καθώς και το χωριό αγαπημένου ξαδέρφου στη Βόρειο Ήπειρο.
Αν και ο φάδερ διέμενε μόνιμα εις Αθήνας από το 47 ως φοιτητής Νομικής (μεταβαίνων στο χωριό τα καλοκαίρια για διάβασμα, μετά καραμπίνας με στόχο τις αλεπούδες - και τον ίδιο τον εαυτό του εάν τυχόν ξεγλιστρούσε προς νότον κάποια κομμουνιστική συμμμορία), τίμησε και εν ζωή τον τόπο του με διάφορους τρόπους, αν μη τι άλλο εμπνέοντας τη λατρεία για τον τόπο αυτόν σε εμάς τα παιδιά του, που γεννηθήκαμε και ζήσαμε αλλού.
Στο εν Ιωαννίνοις ξενοδοχείο, επήλθε το τέλος ξαφνικά, μετά από μόλις 10 μαρτυρικά λεπτά (μια χαρά, σε σχέση με τα 9 μαρτυρικά χρόνια της μάνας).
Ετάφη την Κυριακή ως άρχων του υπερκείμενου του χωριού όρους, με υπέροχη φθινοπωρινή χλωμή λιακάδα. Προηγουμένως, του διάβασα στην εκκλησιά τον αγαπημένο του κύριο Κωστή (τον Κωστή Πέτρου Καβάφη, που μου διάβαζε κι αυτός απ' όταν ήμουν μωρό). Συγκεκριμένα, το 'Απ' τες Εννιά': '...αισθήματα των πεθαμένων, τόσο λίγο εκτιμηθέντα...'
Το ποίημα μιλά και για την τολμηρή ηδονή των νεανικών χρόνων με επιμονή - ελογόκρινα μισή φράση που επανήρχετο επιμόνως στην Ηδονή, ίνα μη σοκαρισθεί το χριστεπώνυνο πλήρωμα του χωρίου, και κυρίως ο Πάπαρδος, μαρμαράς επίσης το επάγγελμα, που θα αναλάβει εργολαβικώς το μνήμα...
Την επομένη, Δευτέρα, πραγματοποιήθηκε τελικώς η εκδρομή στη Β. Ήπειρο, έστω και άνευ του πατρός μου.
Πήρα λίγο χώμα από τον κήπο του πατρικού - παππουδικού ορθότερα- σπιτιού του ξαδέλφου (γέννημα- θρέμμα Ν. Υόρκης) για να εμπλουτίσω το μνήμα του πατέρα μου, που τόσο αγαπούσε το θειό μου (ξάδερφό του - και πατέρα του νεοϋρκέζου ξαδέρφου μου).
Τιμήσαμε το μνήμα της γιαγιάς του, της μάνας του θειού μου, που έζησε φυλακισμένη σε ένα δωμάτιο του σπιτιού της επί 45 χρόνια (το λοιπό σπίτι είχε επιταχθεί από το Κόμμα ως αποθήκη), περιμένοντας μάταια να ξαναδεί το γιό της (το συχωρεμένο το θειό μου), τη νύφη της και τα αγγόνια της. Ο άνδρας της πέθανε το '54 σε κομμουνιστικό στρατόπεδο εξοντώσεως, και τα οστά του δεν βρέθηκαν ποτέ.
Η ίδια πέθανε το 89, δύο μόλις χρόνια πριν την πτώση του καθεστώτος και το άνοιγμα των συνόρων. Σε αυτά τα 45 χρόνια, ανταλλάχθηκαν καμιά δεκαριά λογοκριμένες επιστολές μεταξύ μάνας και γιού (οι φωτογραφίες της νύφης και των αγγονιών αφαιρούνταν ούτως ή άλλως), καθώς και 3 τηλεφωνικές συνδιαλέξεις άνευ λέξεων (μόνον κλάμματα) - η μία ετερματίσθη βιαίως από την τουρκαλβανιά κομμούνα operator, όπου ο θειός από Ν. Υόρκη άκουσε τη Γιουγκοσλάβα τότε operator, μέσω και της οποίας γινόταν η σύνδεση, να ξεχέζει την τουρκαλβανιά (είχε καταφέρει ο θειός να αρθρώσει τη φράση 'μάνα, βάστα').
Η τιμή απεδώθη με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι παπάδες, αλλά μόνο κεριά αναμμένα και τραγουδιστό ηπειρώτικο (δροπολίτικο εν προκειμένω) μοιρολόι από την καλλίφωνη 'κάκω' (θειάκω) Πολυξένη προς την αείμνηστη κάκω (θειάκω) Μάρθα:
'Άει μωρ' κάκω μ' καημένη, ήρθε τ' αγγόνι σου, ήρθαν τ' ανήψια σου, κι εσύ 'σαι μες στη Γης,
κάκω μ' φαρμακωμένη, που στον πηραν τον άντρα σ' τα σκυλιά, και τον ετυράννισαν, και τον εσκότωσαν,
αχ μωρ' κάκω μ' και που νά ξερες που 'ν' τα κόκκαλά του, σκορπισμένα από Αυλώνα ως Κουρβελέσι,
κάκω μ' σκλαβωμένη σ' έναν οντά, που περίμενες τα παιδιά σου, σαράντα χρόνια περίμενες,
και δεν τά ιδες μωρ' κάκω μ', ήρθαν τα παιδιά μωρ' κάκω μ', βγες να τα ιδείς κάκω μ' γλυκειά φαρμακωμένη...'
Θα ηταν περηφανος πιστευω ο πατερας σου και με αυτο που εγραψες...
να ζησετε να τον θυμαστε με αγαπη.