-
Ανατριχίλα...
Περαστικά Σπυράκο, το λιγότερο που μπορώ να πω...
-
Περαστικά και από μένα! Δυνατό κείμενο, όπως αρμόζει σε τέτοιες περιστάσεις Να σαι σιδερένιος πάντα και να βρεις έναν τρόπο να βγάλεις ό,τι θετικό υπάρχει σε αυτή την ταλαιπωρία - γιατί πάντα υπάρχει!
-
Συνταρακτικο... κειμενο... περαστικα σου και σιδερενιος με πολυ χαρα και τυχη απο δω και περα...
-
Περαστικα σου Σπυρο, να εισαι παντα καλα και αλλο κακο να μην σε βρει.
-
Σπύρο φίλε μου να είσαι καλά και μακάρι να είναι η τελευταία περιπέτεια της υγείας σου. Οι χαρές της ζωής μας δίνουν τη δύναμη να ξεπερνάμε κάθε δυσκολία και πόνο. Ελπίζω το τέλος αυτής της στενωπούς να σε βρίσκει δυνατότερο και ποιο αισιόδοξο.
-
Σιδερενιος φιλε!!!
Το διαβασα ολο το θεμα χθες βραδυ (εκτος απο 2 ποστ, σορρυ skye ) πραγματικα ΕΠΙΚΟ!!!
Κορυφαια η παρακατω σελιδα -και η επομενη -
viewtopic.php?f=13&t=16327&start=75
-
Σιδερένιος Σπύρο...
-
Σπύρο θα συνηθίσουμε να μας χώνουν μεγάλα παλούκια, τις οδυνηρές επεμβάσεις και τον μαραθώνιο εγχειρήσεων που μας περιμένει.
-
............
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος. Μια μέρα, τότε στην κατοχή, μικρά παιδιά κ τα 2, είχε πάει να δει τον μικρό αδελφό του. Ο άνθρωπος που τον μεγάλωνε έκανε το ιδιότυπο εμπόριο της εποχής, γυρνούσε στα χωριά πουλώντας πραμάτεια, μάλλον σωστότερα ανταλλάσσοντας πραμάτεια με τρόφιμα. Εκείνη την ημέρα τους πήρε μαζί κ τους 2.
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος, αλλά και πιο ντροπαλός. Ποιος ξέρει τι σκεπτόταν, καθισμένος κατάχαμα και κοιτάζοντας σαν μαγεμένος έναν μικρό σωρό άσπρες σταφίδες, όσο οι άλλοι διαπραγματεύονταν. Μια γυναίκα τον πρόσεξε, τον παρατήρησε για λίγη ώρα, έπιασε μισή χούφτα σταφίδες κ του τις πρότεινε. Ο Στέλιος έκανε να απλώσει το χέρι του ... και λιποθύμησε...
Τον συνέφεραν σύντομα, του έβαλε η γυναίκα τις σταφιδούλες στην τσέπη κ έφυγαν.
Από τα 3 αδέλφια, ήταν ο μόνος που δεν είχε κρατήσει δεκάρα. Οι άλλοι 2 έκαναν τις επενδύσεις τους, αυτός όχι. Τα έτρωγε όλα όσα έβγαζε, μέχρι δεκάρα.
Τον θυμούνται καθαρά στην πλατεία, άλλωστε δεν πάει κ πολύς καιρός που πέθανε. Σύχναζε εκεί τα απογεύματα, μετά την δουλειά. Έπαιρνε κανα λαχείο (αργότερα έπαιζε κανα «τζόκερ») και κοιτούσε τα παιδιά που έπαιζαν. Όποτε κέρδιζε (και κέρδιζε πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα) φώναζε τα παιδιά που δεν είχαν παπούτσια. «Πάρε εδώ αυτά τα λ7, δώσ’ τα στη μάνα σου να σου πάρει παπούτσια. Αύριο να μου τα δείξεις». Κάποια του τα έδειχναν, κάποια όχι. Δεν τον πείραζε. Όταν, χρόνια μετά, όλα τα παιδιά είχαν πλέον παπούτσια – και όχι μόνον – ο Στέλιος τα κέρναγε ό, τι ήθελαν από το περίπτερο. Ο καλύτερος πελάτης του περιπτέρου. Είχε βαφτίσει κ ένα σωρό παιδιά, όλα τα θυμόταν πάντα, τα περισσότερα τα προίκισε κιόλας. Στο ίδρυμα, εκεί όπου μεγάλωναν ορφανά, έδινε ό, τι του ζητούσαν.
Πέθανε, είπαμε, δίχως περιουσία, αλλά φτωχός δεν ήταν. Είχε την σύνταξή του, για το νοίκι του, το φαγητό του κ καμιά σοκολατίτσα για τα πιτσιρίκια τ’ απόγευμα του έφταναν. Στην κηδεία του όλοι στην ενορία, από τους παπάδες μέχρι τον ... τελετάρχη έμειναν άναυδοι: Μαζεύτηκαν πάνω από 600 άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς κρατούσαν λαμπάδες. Ο μπάρμπας που είχε το πρακτορείο έλεγε σε όλους ότι ο Στέλιος δεν είχε κερδίσει σχεδόν ποτέ.
Τελικά, η κηδεία σου είναι μια τελετή, για την οποία στέλνεις προσκλήσεις σ’ ολόκληρη την ζωή σου... -
Ο χρήστης ililias έγραψε:
............
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος. Μια μέρα, τότε στην κατοχή, μικρά παιδιά κ τα 2, είχε πάει να δει τον μικρό αδελφό του. Ο άνθρωπος που τον μεγάλωνε έκανε το ιδιότυπο εμπόριο της εποχής, γυρνούσε στα χωριά πουλώντας πραμάτεια, μάλλον σωστότερα ανταλλάσσοντας πραμάτεια με τρόφιμα. Εκείνη την ημέρα τους πήρε μαζί κ τους 2.
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος, αλλά και πιο ντροπαλός. Ποιος ξέρει τι σκεπτόταν, καθισμένος κατάχαμα και κοιτάζοντας σαν μαγεμένος έναν μικρό σωρό άσπρες σταφίδες, όσο οι άλλοι διαπραγματεύονταν. Μια γυναίκα τον πρόσεξε, τον παρατήρησε για λίγη ώρα, έπιασε μισή χούφτα σταφίδες κ του τις πρότεινε. Ο Στέλιος έκανε να απλώσει το χέρι του ... και λιποθύμησε...
Τον συνέφεραν σύντομα, του έβαλε η γυναίκα τις σταφιδούλες στην τσέπη κ έφυγαν.
Από τα 3 αδέλφια, ήταν ο μόνος που δεν είχε κρατήσει δεκάρα. Οι άλλοι 2 έκαναν τις επενδύσεις τους, αυτός όχι. Τα έτρωγε όλα όσα έβγαζε, μέχρι δεκάρα.
Τον θυμούνται καθαρά στην πλατεία, άλλωστε δεν πάει κ πολύς καιρός που πέθανε. Σύχναζε εκεί τα απογεύματα, μετά την δουλειά. Έπαιρνε κανα λαχείο (αργότερα έπαιζε κανα «τζόκερ») και κοιτούσε τα παιδιά που έπαιζαν. Όποτε κέρδιζε (και κέρδιζε πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα) φώναζε τα παιδιά που δεν είχαν παπούτσια. «Πάρε εδώ αυτά τα λ7, δώσ’ τα στη μάνα σου να σου πάρει παπούτσια. Αύριο να μου τα δείξεις». Κάποια του τα έδειχναν, κάποια όχι. Δεν τον πείραζε. Όταν, χρόνια μετά, όλα τα παιδιά είχαν πλέον παπούτσια – και όχι μόνον – ο Στέλιος τα κέρναγε ό, τι ήθελαν από το περίπτερο. Ο καλύτερος πελάτης του περιπτέρου. Είχε βαφτίσει κ ένα σωρό παιδιά, όλα τα θυμόταν πάντα, τα περισσότερα τα προίκισε κιόλας. Στο ίδρυμα, εκεί όπου μεγάλωναν ορφανά, έδινε ό, τι του ζητούσαν.
Πέθανε, είπαμε, δίχως περιουσία, αλλά φτωχός δεν ήταν. Είχε την σύνταξή του, για το νοίκι του, το φαγητό του κ καμιά σοκολατίτσα για τα πιτσιρίκια τ’ απόγευμα του έφταναν. Στην κηδεία του όλοι στην ενορία, από τους παπάδες μέχρι τον ... τελετάρχη έμειναν άναυδοι: Μαζεύτηκαν πάνω από 600 άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς κρατούσαν λαμπάδες. Ο μπάρμπας που είχε το πρακτορείο έλεγε σε όλους ότι ο Στέλιος δεν είχε κερδίσει σχεδόν ποτέ.
Τελικά, η κηδεία σου είναι μια τελετή, για την οποία στέλνεις προσκλήσεις σ’ ολόκληρη την ζωή σου...Υστεροφημία λέγεται...το σημαντικότερο επίτευγμα στην ζωή κάποιου κατά τους αρχαίους....και η μοναδική απόδειξη ότι δεν έζησες μάταια αλλά έδωσες έναν ή πολλούς λόγους σαν σε θυμούνται.
-
Το καμιόνι με τα τρόφιμα του Γερμανικού στρατού έστριβε στην ανηφόρα. 3 νεαροί πήδηξαν πάνω του, άνοιξαν τα πόδια και άρχισαν με κινήσεις σαν να έσκαβαν στην άμμο να πετάνε ό, τι έβρισκαν στον δρόμο πίσω τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα κ οι Γερμανοί στρατιώτες το κατάλαβαν. Θες άκουσαν θόρυβο, θες είδαν τα πιτσιρίκια που έτρεχαν κ άρπαζαν τα τρόφιμα απ' τον δρόμο, ο συνοδηγός βγήκε στο φτερό με το όπλο στο χέρι. Ο πρώτος νεαρός που πήδηξε απ' το φορτηγό, έφαγε δυο σφαίρες κατάστηθα. Ο δεύτερος πήδηξε απ' την άλλη κ πριν τον δουν οι στρατιώτες έστριψε στη γωνία κ γλίτωσε, ο τρίτος πήδηξε από πίσω. Ο Γερμανός κατέβηκε από το φτερό του φορτηγού, σημάδεψε καλά κ πυροβόλησε τη στιγμή που το παιδί πίστεψε ότι γλίτωσε, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν στρίψει στη γωνία. Του γάζωσε την πλάτη.
Μια 50αριά οικογένειες κορόιδεψαν την πείνα τους εκείνη την ημέρα, 2 έκλαψαν πάνω από τα σώματα των σκοτωμένων παιδιών τους.Σαλταδόρος, ο. Πως λέμε 'μαυραγορίτης'? Ακριβώς το αντίθετο. Αλλά την ιστορία την γράφει ο νικητής. Και στην περίπτωσή μας μάλλον νίκησαν οι μαυραγορίτες: Αυτοί είχαν λ7 στην κατοχή, αυτοί κ μετά, κέρδισαν μάλιστα κ την κοινωνική αποδοχή. Κ το 'σαλταδόρος' σήμερα έχει άλλη σημασία. Ρωτήσατε κανα παιδί τι σημαίνει 'σαλταδόρος'? Ρωτήστε να δείτε, ξέρει?
Σαλταδόροι, οι. Οι τελευταίοι ήρωες της Ελλάδας, πριν αυτή καταντήσει το Ελ που όλοι γνωρίζουμε.
Aληθινές ιστορίες