«Μια φορά και ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δύο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι. «Γιού-χου!» είπε η κουκουβάγια. «Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό κανείς να τους διακρίνει στο σκοτάδι. «Ου!» είπε η κουκουβάγια.. Οι τυφλοπόντικες τόβαλαν στα πόδια και είπανε στα άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο από όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι. «Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;» είπε ο καρδινάλιος. «Χι», είπε η κουκουβάγια, και λάθος δεν έκανε. «Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;» ρώτησε ο καρδινάλιος. «Χω», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες επιμένουν συνήθως σε αποτυχημένους έρωτας;» «Χούι», είπε η κουκουβάγια..
Ο καρδινάλιος πέταξε στα άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά άραγε;» ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. «Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μασκαρδίνος. Και ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;» Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια με αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν από την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ο ηγέτης τους.
Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Ο ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγα που έκανε την παρουσία του εξαιρετικά μεγαλοπρεπή, και ατένιζε γύρω του καρφώνοντας εδώ και εκεί τα μεγάλα του μάτια, πράγμα που του έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. «Είναι Θεός!» στρίγκλισε μια κότα και οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».
Πιάσανε λοιπόν και τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, και όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε και αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. Τέλος, εκείνος έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα και άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος, και όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά του. Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσυκλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο, και αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. «Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!» είπε η κουκουβάγια. Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;» «Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό. «Είναι Θεός!» ξαναφώναξαν όλα τα ζώα, και ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε επάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε
Επιμύθιον: Μπορείς να εξαπατάς πάρα πολύ κόσμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα».
tτα συμπεράσματα δικά σας
takis i20