Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ
Μεγάλο παζάρι για τα χρυσά φωτοβολταϊκά
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΝΤΙΚΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
Τελευταία ενημέρωση: 30/08/2008 08:04
Ένα νέο «χρηματιστήριο» αξίας εκατομμυρίων ευρώ αρχίζει να στήνεται στην Ελλάδα, με τις χρυσοφόρες άδειες των φωτοβολταϊκών.
Η απόφαση της κυβέρνησης να επαναξιολογηθούν εκ του μηδενός όλες οι αιτήσεις που έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα, με σκοπό οι άδειες παραγωγής να ξεπεράσουν τα 3.000 ΜW έναντι των 790 ΜW που προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα, έχει ανοίξει την όρεξη σε μεγάλους επενδυτές που δηλώνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν όσο όσο για άδειες που έχουν εκδοθεί ήδη. Κύκλοι της αγοράς μιλούν για εταιρείες που προσφέρουν για μια άδεια 150 kW (μικρές επενδύσεις που δεν χρειάζονται περιβαλλοντική μελέτη) 100.000 ευρώ, όταν ο κάτοχός της δεν είχε πληρώσει για τη σύνταξη της μελέτης παρά μόνο 2.500 ευρώ. Για άδεια μάλιστα του 1 ΜW, ακούγεται ότι δίνονται ποσά που ξεπερνούν και το 1 εκατ. ευρώ, όταν ο κάτοχός της δεν είχε ξοδέψει για την κατάρτιση της μελέτης παρά 25.000 ευρώ!
Το παζάρι αφορά άδειες κυρίως σε περιοχές με μεγάλη επιδότηση των επενδύσεων από τον αναπτυξιακό νόμο. Τέτοιες είναι η Πελοπόννησος, η Θράκη, η Ήπειρος και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου η ενίσχυση φθάνει το 40%, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης.
Τα περιστατικά μπορεί να είναι ακόμη μεμονωμένα και να μη χαρακτηρίζουν το σύνολο της αγοράς, είναι ωστόσο ενδεικτικά του κλίματος που επικρατεί εν όψει της τροποποίησης του ισχύοντος καθεστώτος. Το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά έχει αναζωπυρωθεί, παρ΄ ότι με βάση την τροπολογία που πρόκειται να ψηφιστεί σύντομα στη Βουλή,
Κύκλοι της αγοράς μιλούν για εταιρείες που προσφέρουν για μια άδεια 150 kW (μικρές επενδύσεις που δεν χρειάζονται περιβαλλοντική μελέτη) 100.000 ευρώ
η επιδοτούμενη τιμή αγοράς της παραγόμενης από τον ήλιο ενέργειας πρόκειται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έξι χρόνια. Η μείωση της επιδοτούμενης τιμής γίνεται για δύο λόγους. Αφενός για να αδειοδοτηθούν όσο περισσότερα μεγαβάτ είναι δυνατόν, αφετέρου για να μην επιβαρυνθούν υπέρμετρα οι καταναλωτές [μέσω του τέλους υπέρ ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) που πληρώνουμε όλοι σήμερα στους λογαριασμούς της ΔΕΗ)], όπως θα συνέβαινε αν υλοποιούνταν στις αρχικές υψηλές τιμές το σύνολο και των 8.000
αιτημάτων που έχει συσσωρευτεί στα συρτάρια της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας). Αυτό θα σήμαινε ότι κάθε χρόνο και επί μια δεκαετία, θα έπρεπε οι καταναλωτές να πληρώνουμε ποσό της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ για να εξοφλούνται οι παραγωγοί ρεύματος από φωτοβολταϊκά.
Η μείωση ωστόσο της επιδοτούμενης τιμής δεν φαίνεται να πτοεί τους επενδυτές. Το αντίθετο μάλιστα. Η αγορά των φωτοβολταϊκών που μέχρι πριν από λίγους μήνες καρκινοβατούσε, αναγκάζοντας ξένες εταιρείες να εξετάζουν μέχρι και την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, έχει ξαφνικά ζωντανέψει.
Τι θα προβλέπει η τροπολογία για τις τιμές των παραγωγών
Η τροπολογία που πρόκειται να κατατεθεί εντός της εβδομάδος στη Βουλή κάνει ακόμη πιο δελεαστικό το τοπίο για τους επενδυτές, αφού υιοθετεί σχεδόν όλες τις θέσεις των εκπροσώπων του κλάδου. Η αρχική πρόταση του υπουργείου Ανάπτυξης προέβλεπε ότι η αποκλιμάκωση της εγγυημένης τιμής αγοράς θα άρχιζε από τον Ιανουάριο του 2009, και από εκεί και μετά θα μειωνόταν κατά 1,5% τον μήνα για τα πρώτα δύο χρόνια, κατά 1% τον μήνα για τον επόμενο χρόνο και από τον τέταρτο χρόνο και ύστερα κατά 0,5% έως τα τέλη του 2014. Κατόπιν όμως των ενστάσεων που προέβαλαν οι φορείς της αγοράς, το υπουργείο φαίνεται αποφασισμένο να παρατείνει το καθεστώς με τις σημερινές τιμές, τουλάχιστον έως τα μέσα του 2010. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός που θα συνδεθεί μέχρι και τα μέσα του 2010 στο σύστημα, θα εισπράττει την ίδια εγγυημένη τιμή αγοράς για την παραγόμενη ηλιακή κιλοβατώρα που ισχύει και σήμερα, δηλαδή τα 400 ευρώ/ ΜWh. Επίσης και πάντα μετά τις ενστάσεις των επενδυτών, η αποκλιμάκωση της εγγυημένης τιμής που θα αρχίσει από τα μέσα του 2010, θα είναι 1% μηνιαίως για την περίοδο 2010-2014 και όχι 1,5% τον μήνα, όπως προέβλεπε η αρχική πρόταση. Όσο για την περίοδο από το 2015 και μετά, το σενάριο που προωθεί το υπουργείο προβλέπει ότι η τιμή θα καθορίζεται εκάστοτε με βάση την Οριακή Τιμή του Συστήματος (ΟΤΣ), προσαυξημένη κατά 30%-50% ανάλογα με το μέγεθος και τον τόπο εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού. Η σύμβαση θα είναι σταθερή για 20 χρόνια και θα αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με την εξέλιξη του τιμαρίθμου. Εφόσον τελικώς η τροπολογία λάβει αυτή τη μορφή, καθίσταται σαφές ότι το δέλεαρ για τους επενδυτές γίνεται μεγαλύτερο.
Εγγυημένο εισόδημα για 20 χρόνια
Οι λόγοι είναι πολλοί. Παρά τη μείωση της επιδοτούμενης τιμής ανά μήνα, η Ελλάδα διατηρεί τα πρωτεία ως η χώρα που προσφέρει την πιο γενναιόδωρη τιμή αγοράς της ηλιακής κιλοβατώρας πανευρωπαϊκά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια ηλιοφάνειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφέρει ένα από τα υψηλότερα εισοδήματα πανευρωπαϊκά σε όποιον επενδύσει στη χώρα μας. Σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ένας επενδυτής με φωτοβολταϊκό 1 ΜW που θα συνδεθεί στο σύστημα τον Ιανουάριο του 2009 θα έχει εισόδημα 520.000- 560.000 ευρώ τον χρόνο, ανάλογα αν η μονάδα του βρίσκεται στο ηπειρωτικό σύστημα ή σε νησί. Το εισόδημα για τον αντίστοιχο Γερμανό επενδυτή που θα στήσει τη μονάδα του στο Μόναχο (την περιοχή της Γερμανίας με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια) δεν υπερβαίνει τα 319.000 ευρώ τον χρόνο. Στην περίπτωση δηλαδή της Ελλάδας, το εισόδημα φτάνει να είναι κατά 60% και πλέον, υψηλότερο από το αντίστοιχο γερμανικό και κατά 30% υψηλότερο από αυτό μιας επένδυσης στην Ισπανία. Επιπλέον, με το νέο σύστημα μπορεί η τιμή ανά μήνα να μειώνεται, ο επενδυτής ωστόσο «κλειδώνει» την απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας από τον ΔΕΣΜΗΕ (δηλαδή έχει εγγυημένο εισόδημα) για περίοδο 20 ετών, έναντι των μόνο 10 ετών που ίσχυε έως σήμερα.
Πόσο θα επιβαρυνθούν οι καταναλωτές
Μπορεί η ηλιακή ενέργεια να παρουσιάζει τεράστια πλεονεκτήματα όπως είναι η μηδενική ρύπανση, η αθόρυβη λειτουργία και η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, έχει ωστόσο ένα μειονέκτημα που αφορά το κόστος της τεχνολογίας. Για να εγκαταστήσει κάποιος ένα μεγαβάτ απαιτούνται περί τα 5 εκατ. ευρώ, γι΄ αυτό και οι χώρες που ποντάρουν στην αξιοποίηση του ήλιου επιδοτούν αδρά την τιμή αγοράς της παραγόμενης κιλοβατώρας από το σύστημα. Αναπόφευκτα το βάρος πέφτει στις πλάτες των καταναλωτών.
Παραδείγματος χάριν, σήμερα ένας παραγωγός που ήδη λειτουργεί σταθμό μεγαλύτερο των 100 kw στο διασυνδεδεμένο σύστημα εισπράττει εγγυημένη τιμή 400 ευρώ/ΜWh επί 10 χρόνια. Η τιμή αυτή είναι περίπου πενταπλάσια σε σχέση με των αιολικών πάρκων και σχεδόν δεκαπλάσια από ορισμένα τιμολόγια της ΔΕΗ, λόγω του εξαιρετικά υψηλού κόστους των φωτοβολταϊκών. Την επιδότηση της τιμής πώλησης της ηλιακής κιλοβατώρας την πληρώνουν οι καταναλωτές μέσω του τέλος υπέρ ΑΠΕ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Με την τροποποίηση μάλιστα που ετοιμάζει το υπουργείο Ανάπτυξης, το ετήσιο κόστος του τέλους υπέρ ΑΠΕ υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί από 350 εκατ. ευρώ τον χρόνο που προέβλεπε η αρχική του πρόταση, σε 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Και αυτό διότι ναι μεν μειώνεται η τιμή, αυξάνονται ωστόσο τόσο η ισχύς των προς αδειοδότηση ΜW (από τα 790 στα 3.000) όσο και η διάρκεια της εγγυημένης τιμής αγοράς από 10 σε 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ότι η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών μέσω του ειδικού τέλους υπέρ ΑΠΕ στην 20ετία θα φθάσει σε περίπου 12 δισ. ευρώ, έναντι των 7 δισ. ευρώ που είχε εκτιμηθεί αρχικά ότι θα στοίχιζε η πρόταση. Για να αξιολογηθεί το μέγεθος της επιβάρυνσης αυτής στους καταναλωτές αλλά και στην εθνική οικονομία, αναφέρεται μόνο ότι η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ είναι σήμερα της τάξεως των 10 δισ. ευρώ!
Πάντοτε κατά τη ΡΑΕ, αυτό το διόλου ευκαταφρόνητο βάρος αντιστοιχεί σε μέση ετήσια αύξηση άνω του 10% των οικιακών τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος, από την περίοδο 2010- 2012 (οπότε θα αρχίσουν να συνδέονται μαζικά τα πρώτα φωτοβολταϊκά) και για μια 20ετία.
Μακροπρόθεσμα οφέλη
Εντελώς διαφορετική είναι η άποψη των εκπροσώπων του κλάδου των φωτοβολταϊκών, που εκτιμούν ότι είναι τέτοια τα οφέλη για τη χώρα και την οικονομία ώστε σε βάθος 20ετίας, όχι μόνο δεν θα επιβαρυνθούν οι καταναλωτές με 12 δισ. ευρώ, αλλά θα έχουν και όφελος στον ενεργειακό λογαριασμό τους. Και αυτό διότι κάθε κιλοβατώρα που παράγεται από φωτοβολταϊκά συνεπάγεται την αποφυγή έκλυσης περίπου ενός κιλού διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ένα τυπικό σύστημα του ενός κιλοβάτ, αποτρέπει κάθε χρόνο την έκλυση 1,3 τόνου CΟ2, όσο δηλαδή θα απορροφούσαν δύο στρέμματα δάσους. Σε βάθος χρόνου και δεδομένου ότι από το 2013 και μετά, όταν η κάθε ενεργοβόρος βιομηχανία πανευρωπαϊκά θα αρχίσει να καταβάλλει «πρόστιμα» για το σύνολο των ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει, όσο περισ- σότερα φωτοβολταϊκά διαθέτει μια χώρα τόσο χαμηλότερα πρόστιμα θα πληρώνει. Δεδομένου ότι τα «πρόστιμα» οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού θα τα μετακυλίουν σε μεγάλο βαθμό στους καταναλωτές μέσω αυξήσεων στα τιμολόγια του ηλεκτρικού, τα οφέλη από την ύπαρξη φωτοβολταϊκών πολλαπλασιάζονται. Επιπλέον, τα φωτοβολταϊκά μπορούν να συμβάλουν στην αποτροπή των μπλακ-άουτ. Και αυτό διότι η μέγιστη παραγωγή ηλιακού ηλεκτρισμού συμπίπτει χρονικά με τις μεσημεριανές ώρες αιχμής (ιδίως τα καλοκαίρια), γεγο νός που βοηθάει στην αποφυγή μπλακ-άουτ και στη μείωση των εισαγωγών ρεύματος που κάνουμε για να καλύψουμε τα ελλείμματά μας.
Αντίθετη η ΡΑΕ
Σε κάθε περίπτωση, η ΡΑΕ αντιτίθεται στην ικανοποίηση από το υπουργείο του αιτήματος των επενδυτών, κάτι που αν τελικώς γίνει θα φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση την ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης με τον πρόεδρο της Αρχής, Μιχάλη Καραμανή. «Τα 12 δισ. ευρώ που υπολογίζουμε ότι θα επιβαρύνουν το τέλος υπέρ ΑΠΕ, δηλαδή τους λογαριασμούς της ΔΕΗ στην εικοσαετία, αντιστοιχούν σε μέση αύξηση των οικιακών τιμολογίων μεταξύ του 10% και του 20% ετησίως. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η τεράστια επιβάρυνση είναι σαφώς δυσανάλογη προς το ποσοστό συνεισφοράς των φωτοβολταϊκών στις ενεργειακές ανάγκες μας. Και αυτό διότι ακόμη και να καταφέρουμε να εγκαταστήσουμε 3.000 ΜW φωτοβολταϊκών, δεν θα επιτύχουμε να καλύψουμε παρά μόλις το 4% της συνολικής καταναλισκόμενης ενέργειας στην Ελλάδα.