-
Ο χρήστης ililias έγραψε:
Εντάξει ρε Πέτρο, υποτίθεται ότι το λέει κάποιος που μας βλέπει από αλλού. -
Ο χρήστης ΓΙΩΡΓΟΣ123 έγραψε:
Εντάξει ρε Πέτρο, υποτίθεται ότι το λέει κάποιος που μας βλέπει από αλλού.
Από Αμέρικα για παράδειγμα;;;;
Άσχετο... είμαι στο εργοστάσιο (γίνεται συντήρηση και όλα είναι κλειστά) και από το ανοιχτό παράθυρο μόλις άκουσα έναν κόκκορα!!! Το εργοστάσιο είναι σε χωριό εκτός Θεσ/νίκης... Δεν μπορεί η συντήρηση να γίνεται 11 μήνες το χρόνο;;;;
-
Νόμιζα ότι δεν έχεις παράθυρο στο γραφείο.
-
Ο χρήστης drdino έγραψε:
Νόμιζα ότι δεν έχεις παράθυρο στο γραφείο.Έχει ο διάδρομος μπροστά από το γραφείο... Και είχα ανοιχτά πόρτα + παράθυρα...
Αλλά τώρα τά 'κλεισα γιατί έχει μια γ#@$νη σφηκοφωλιά κάπου κοντά στο παράθυρο και θα μας φάνε οι σφήκες... Άναψα το αρκούδι και δεν ακούω τον έξω κόσμο...
-
Να προσέχεις και τις κουτσουλιές.
-
Ο χρήστης drdino έγραψε:
Να προσέχεις και τις κουτσουλιές.Αυτο σε απασχολει εσενα , τον πουστη τον κοκορα να πιασουμε να τον κανουμε κρασατο , ενοχλει και τον ανθρωπο
-
Ο χρήστης ΓΙΩΡΓΟΣ123 έγραψε:
Να προσέχεις και τις κουτσουλιές.
Αυτο σε απασχολει εσενα , τον πουστη τον κοκορα να πιασουμε να τον κανουμε κρασατο , ενοχλει και τον ανθρωπο
Εγώ ρε είμαι φυσιολάτρης!
Δεντράκια, πουλάκια χορταράκια... τέτοια φάση...
και ο κόκορας κρασάτος με τις κότες του στα κάρβουνα...
-
Και εγώ αγαπώ την φύση και τους κόκορες. Νιώθω πολύ κοντά τους ιδίως όταν τους τσιμπώ …….. με το πιρούνι!!!
-
Η ιστορία θυμίζει κάργα urban legend με τον τρόπο που διατυπώθηκε (δε φταίει μόνο το μεταφυσικό στοιχείο). Βέβαια λίγη σημασία έχει αν η συγκεκριμένη είναι αληθινή ή όχι... Το θλιβερό είναι ότι αυτές οι πρακτικές αποτελούν πραγματικότητα όσο απίστευτο και αν μας φαίνεται...
-
Ο χρήστης akiskev έγραψε:
... Το θλιβερό είναι ότι αυτές οι πρακτικές αποτελούν πραγματικότητα όσο απίστευτο και αν μας φαίνεται...Μα δε μας φαίνεται απίστευτο, τουναντίον θα έλεγα, γι αυτό υπάρχουν αυτές οι αντιδράσεις.
-
Ο κυρ – Μάκης
Γεννήθηκαν, αυτός και τα 2 αδέλφια του, στο κέντρο της Αθήνας κάπου εκεί στα τέλη της 10ετίας του 1930. 3 αδέλφια, αγόρια. Οι γονείς τους καλοί άνθρωποι και επαγγελματίες, δεν μπόρεσαν όμως να επιβιώσουν από την πείνα της κατοχής. Θυμάται ακόμα το κάρο που τους μάζεψε, νεκρούς και τους δυο μαζί. Κι έμειναν τα 3 παιδάκια, με χέρια σαν καλάμια και κοιλιές πρησμένες, ν΄ ατενίζουν στο πουθενά. Αυτός βρέθηκε σε μια οικογένεια στη Βόρεια Ελλάδα, ο ένας του αδελφός κάπου στη Λάρισα κι ο άλλος στην Αθήνα. Έσμιξαν μετά τον πόλεμο – κι από τότε δεν χώρισαν (σχεδόν*) ποτέ.
Για να μην πεινάσουν, έπρεπε να δουλέψουν. Κι αποφάσισαν να μάθουν τέχνη. Πήγαν βοηθοί στον Σαρίδη. Σύντομα έγιναν μαστορόπουλα και, τελικά, άνοιξαν δικό τους 'μαγαζί'. Συνέχισαν να δουλεύουν κατά βάση για τον Σαρίδη, σαν εργολάβοι του. Όσα του ζητούσαν, τους τα έδινε. Και χρέωνε άλλα τόσα. Κι αυτοί απασχολούσαν άλλους 6 μαστόρους, τους οποίους πλήρωναν διπλά απ’ την αγορά. Μαζί και οι 9 βγήκαν στη σύνταξη, αφού είχαν γίνει και φίλοι και κουμπάροι. Μια οικογένεια...- Ο Μάκης γνώρισε την Ελένη. Ωραία η Ελένη, 20 χρονών παλικάρι ο Μάκης. Αγαπήθηκαν, όπως αγαπιόντουσαν οι νέοι τότε. Αλλά οι δικοί της δεν τον ήθελαν. Μια παρεξήγηση, αυτή περίμενε ένα μήνυμα που αυτός έστειλε αλλά δεν έφτασε ποτέ. Κι αυτή παντρεύτηκε με άλλον. Μόλις το έμαθε ο Μάκης, έκανε το πρώτο που σκέφτηκε να κάνει: Έφυγε όσο μακρύτερα μπορούσε...
Γιοχάνεσμπουργκ, 10ετία του ‘60. Σαξοφωνίστας σε ορχήστρα που έπαιζε σε ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία του κόσμου. Πολυτάλαντος, ο δικός μας. Τον δεύτερο χρόνο ήταν ήδη διευθυντής στην ορχήστρα κι έπιανε ένα σκασμό λ7! Γνώρισε γυναίκες, προτιμούσε τις Εβραίες. Ωραίες γυναίκες και ματσωμένες γερά. Με μια απ’ αυτές ήταν έτοιμος να παντρευτεί και να στείλει την Ελλάδα στον αγύριστο.** Οι Έλληνες εκεί, μια άλλη Ελλάδα. Φιλότιμοι, εργατικοί, φιλόξενοι. Από τους λίγους Ευρωπαίους που έβλεπαν τους μαύρους σαν ανθρώπους, κι αυτοί το ανταπέδιδαν με αγάπη κι αφοσίωση. Τρεις υπηρέτες είχε, τους θυμάται ακόμα. Επίσης θυμάται τα δέντρα που ξερίζωναν, κάτι δέντρα κάτω απ’ τα οποία ήξεραν ότι θα εύρισκαν έναν εξαιρετικό για τους μαύρους μεζέ: Μαύρα φίδια. Τους λαγούς που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, πάλι, τους σιχαινόντουσαν. Παράξενοι άνθρωποι. Έτρωγαν φίδια, ποντίκια και μερμήγκια και σιχαίνονταν τους λαγούς. Δε βαριέσαι...
Συνεχίζεται...
- Ο Μάκης γνώρισε την Ελένη. Ωραία η Ελένη, 20 χρονών παλικάρι ο Μάκης. Αγαπήθηκαν, όπως αγαπιόντουσαν οι νέοι τότε. Αλλά οι δικοί της δεν τον ήθελαν. Μια παρεξήγηση, αυτή περίμενε ένα μήνυμα που αυτός έστειλε αλλά δεν έφτασε ποτέ. Κι αυτή παντρεύτηκε με άλλον. Μόλις το έμαθε ο Μάκης, έκανε το πρώτο που σκέφτηκε να κάνει: Έφυγε όσο μακρύτερα μπορούσε...
-
** Κάθε τόσο μάθαινε νέα της Ελένης. Ήξερε ότι είχε ήδη δυο κόρες, η μια δυστυχώς με σοβαρό πρόβλημα στον εγκέφαλο. Μια μέρα, γυρίζοντας Αθήνα από το ίδρυμα όπου είχαν βάλει το παιδί ο άντρας της σκοτώθηκε, αυτή είχε μείνει πίσω. Ο Μάκης το έμαθε μερικούς μήνες μετά. Του πήρε μια εβδομάδα να βρει αντικαταστάτη για την ορχήστρα και να πουλήσει ό, τι είχε αποκτήσει στο Γιοχάνεσμπουργκ. Γύρισε Ελλάδα και πήγε να την βρει. Από τότε είναι μαζί, οι κόρες της είναι κόρες του και ο γαμπρός της γαμπρός του. Και τα παιδιά της κόρης της, εγγόνια του. Κι ας μην έχουν τ’ όνομά του, κι ας μην παντρεύτηκε ποτέ με την Ελένη: Τα δυο παιδιά της κόρης της είναι οι μόνοι κληρονόμοι του...
Η δουλειά πήγαινε καλά. Τα τρία αδέρφια ήσαν τεχνίτες περιζήτητοι! Τα έργα τους, έργα τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς κι αξίας. Τα κύρια υλικά τους καρυδιά Αμερικής και μαόνι Ονδούρας, όλα επιλεγμένα από τους ίδιους. Όταν ερχόταν καράβι με ξυλεία στον Πειραιά, έμπαιναν μέσα πρώτοι. Διάλεγαν αυτά που ήθελαν, πλήρωναν υψηλότερη τιμή απ’ όλους, φόρτωναν κι έφευγαν. Σαλόνια στα Ανάκτορα, οι αετοφωλιές του δικτάτορα Παπαδόπουλου, σαλόνια στο Μέγαρο Μαξίμου, στα 'σπίτια' των Βαρδινογιάννηδων, το κατάστημα της Chase Manhattan Bank, …. Ειδικά σ’ αυτό το τελευταίο, όταν το τελείωσαν, οι Αμερικάνοι μηχανικοί τους έδωσαν 'γη και ύδωρ' για να τους πάρουν στην Αμερική. Τους έταξαν …. Και τι δεν τους έταξαν. Αλλά αυτοί αρνήθηκαν να φύγουν. Είχαν, φαίνεται, τους λόγους τους....Σύνταξη. Περίμεναν μέχρι να μπορούν να φύγουν και οι 9 και, απλά, έκλεισαν το μαγαζί. Οι καλύτεροι αρχιτέκτονες της Αθήνας προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, αλλά μάταια. Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ …. Ο μεγαλύτερος αδελφός αρρώστησε από καρκίνο λίγους μήνες μετά. Έζησε άλλον ένα χρόνο, μαζί με τον Κυρ – Μάκη. Δεν είχε κάνει οικογένεια. Ο τρίτος έχει μια κόρη. 9 άντρες στη δουλειά, και , κανένας δεν έκανε γιό! Άνθρωποι με όρεξη να μάθουν είδος σε ανεπάρκεια στην Ελλάδα, κανένας για να συνεχίσει την τέχνη! Τέλος….
Χθες βράδυ πίναμε μπύρες τρώγοντας σουβλάκια και μιλώντας για κυνήγι. Στα 72 του, είναι από τους καλύτερους κυνηγούς πουλιών. Φέρνει σπίτι χιλιάδες τσιχλοπούλια το χρόνο, κυνηγώντας στα βουνά από Λαμία μέχρι Λάρισα.
Συνεχίζει και να σκαλίζει. Όχι ξύλο, τι άλλο να φτιάξει πιά; Σκαλίζει πέτρα, μάρμαρο, γυαλί. Και μη νομίζετε ότι φτιάχνει τπτ αφηρημένα αγάλματα, μαρμάρινα κύπελλα φτιάχνει, πιάτα, βάζα, ροζέτες, διακοσμητικά. Και ζωγραφίζει τοίχους στη γειτονιά.
Ένα παράπονο έχει από τη ζωή του: Που δεν υπάρχει κανένας που να ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει τη δουλειά τους και η τέχνη τους θα πεθάνει μαζί τους....ΥΓ. Χρήματα από τη δουλειά δεν τους έμειναν. Μεγάλο το κόστος, μεγάλοι και οι μισθοί που πλήρωναν. Ένα διαμέρισμα μ' ένα τεράστιο μπαλκόνι έχει ο Κυρ - Μάκης, όπου όταν κάθεσαι νομίζεις ότι απλώνοντας το χέρι θα πιάσεις την Ακρόπολη. Κι αυτό (και κάτι άλλα περιουσιακά στοιχεία) αγοράστηκε όταν πουλήθηκαν χρυσά κάποια οικόπεδα που είχε αγοράσει χωράφια στα Μεσόγεια.
Α, του έχει μείνει κι ένα 'χωράφι' 4,5 στρέμματα στο Πόρτο Ράφτι. Κάτι πιάνει κι αυτό... -
Ηλία 2 σχόλια
-
Τέτοιες ιστορίες αποδεικνύουν περίτρανα οτι ο καθένας μας μπορεί να κάνει την 'υπέρβαση' και να ανέβει επίπεδο...Αρκεί να έχει κάτι να αγαπά! Όποιος μιζεριάζει απέναντι στη μοίρα και στις κοινωνικές αδικίες αποζητά δικαιολογίες για τον εαυτό του...Και το λέω εγώ, που προέρχομαι από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα...
-
Θαυμάζω τον τρόπο που γράφεις Ηλία! Σύντομος λόγος, σαφής, περιγραφικός, λιτός κι απέριττος...Τεχνοκρατικός θα έλεγα...Απολαμβάνω να διαβάζω ιστορίες σου!
-
-
Πρέπει να δεις τη ζωντάνια, τη δίψα για δημιουργία και ΖΩΗ σ' ένα ζευγάρι γέρικα μάτια, για να καταλάβεις.
Αυτά γράφουν, όχι εγώ. -
Ο Αντώνης που δεν πέθανε...
Σε ένα χωριό της Αρκαδίας, το γνωστό σε πολλούς Λεβίδι, η κατοχή ήταν αρκετά σκληρή. Όπως όλες οι ορεινές περιοχές, έτσι κι εκεί η επικοινωνία με άλλα χωριά ήταν δύσκολη, ελεγχόταν εύκολα απ τους Γερμανούς και τα απαραίτητα αγαθά μειώνονταν συνεχώς. Οι αντιστασιακές δράσεις ήταν η μόνη λύση
Ο Αντώνης ήταν μέλος της τοπικής αντιστασιακής δράσης, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό. Αυτό φυσικά δεν ήταν εύκολο, έπρεπε να μη γνωρίζουν καν οι Γερμανοί την ύπαρξή του - μόνο έτσι δε θα κινδύνευε η οικογένειά του. Το σπίτι του ήταν πάνω στο λόφο, στην εκκλησία, στους Ταξιάρχες, από κάτω. Από κει μπορούσε να βλέπει τι συνέβαινε στον κάμπο, προσπαθώντας να εντοπίσει τις κινήσεις των Γερμανών, πάντοτε χωρίς να ξέρουν ποιός είναι και με ποιόν είναι συγγενής, σαν φάντασμα.
Κάποια στιγμή έπρεπε να επέμβει, η φάλαγγα που θα περνούσε από το χωριό είχε πράγματα που θα βοηθούσαν. Η ενέδρα στήθηκε από την ομάδα, πίστευαν οτι όλα θα πήγαιναν καλά. Όμως κάτι στράβωσε, σκοτώθηκαν κάποιοι Γερμανοί και οι υπόλοιποι εντόπισαν τον Αντώνη, έμαθαν γι αυτόν, την οικογένειά του. τον κυνήγησαν να τον πιάσουν
Ο Αντώνης ήξερε οτι θα έψαχναν κάθε σπίτι να βρουν αυτόν και τους υπολοίπους, φοβόταν οτι η οικογένειά του κινδύνευε..έπρεπε να θεωρηθεί νεκρός. Εγκλωβισμένος μέσα στο χωριό, αδυνατούσε να βρει καταφύγιο.
τότε σκέφτηκε τη μόνη κρυψώνα - το νεκροταφείο στους Ταξιάρχες.Κυνηγημένος ακόμη, με τους Γερμανούς πίσω του, μπήκε μέσα σε έναν τάφο και κλείστηκε εκεί μέσα...Κενοτάφιο. Στριμωγμένος, γνώριζε πως αν τον ανακάλυπταν θα ήταν νεκρός. Όλη τη νύχτα άκουγε τα ποδοβολητά απ τις γκέτες στο νεκροταφείο. Οι Γερμαναράδες πίστευαν οτι θα κρυφτεί στην εκκλησία, δε σκέφτηκαν τους τάφους.
Τέσσερις μέρες έμεινε εκεί μέσα ο Αντώνης! Οι Γερμανοί κατά καιρούς περνούσαν από κει περιπολίες...Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, τσιμπούσε το δέρμα του και κουνούσε τα δάχτυλά του για να μη μουδιάσει ολόκληρος. Παρακαλούσε να μη βρέξει και πνιγεί, δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν οι Γερμανοί, πότε θα έφευγαν, τι είχε συμβεί με τους συναγωνιστές του. Και κανείς δε γνώριζε οτι βρισκόταν εκεί!Μετά από 4 μερόνυχτα αποφάσισε να βγει. Δεν άντεχε άλλο. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. εξαντλημένος έφτασε στο πρώτο σπίτι, πήρε λίγες δυνάμεις και ξεκίνησε για το σπίτι του που βρισκόταν λίγο παρακάτω. Μπήκε μέσα και είδε όλη την οικογένεια στα μαύρα. Όλοι τον είχαν για νεκρό...ευτυχώς μαζί τους και οι Γερμανοί. Οι συγγενείς του δεν πίστευαν στα μάτια τους!
Ο αντώνης συνέχισε τη δράση του και μετά από λίγους μήνες έφυγαν οι Γερμανοί απ τη χώρα. Έζησε αρκετά χρόνια και έφυγε κάπου στη δεκαετία του 80, σχετικά ηλικιωμένος
Ήταν αδελφός του παππού μου, η ιστορία είναι 100% αληθινή και την ακούω από μικρό παιδί...
-
Ο χρήστης ililias έγραψε:
Πρέπει να δεις τη ζωντάνια, τη δίψα για δημιουργία και ΖΩΗ σ' ένα ζευγάρι γέρικα μάτια, για να καταλάβεις.
Αυτά γράφουν, όχι εγώ.Έστω!
-
Η ζωή σε 3ο πρόσωπο
Στ’ αυτιά σου ακούς δυνατά το μηχάνημα που μετράει τους παλμούς σου, όπως τα σόναρ στα υποβρύχια. Ή μήπως ακούς τον παλμό να χτυπάει από μέσα σου; Το δεύτερο μάλλον. Και δεν τον ακούς, τον νιώθεις. Κάποιος σου βάζει πεταλούδα σε φλέβα του αριστερού χεριού, κάποιος μια δεύτερη σε αρτηρία του δεξιού. Ο πρώτος συνδέει στην στρόφιγγα μια σύριγγα και πιέζει το έμβολο άτσαλα.
«Πονάει αυτό που κάνεις, ρε μαλάκα», ουρλιάζεις με όλη σου τη δύναμη. Δεν ακούει κανείς, πιθανότατα γιατί δεν έχεις καν μιλήσει, κι ας νομίζεις αλλιώς. Το φάρμακο έχει αρχίσει ήδη να επιδρά, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αμέσως μετά, ένας τρίτος πλησιάζει μια μάσκα στο πρόσωπό σου και σε διατάζει να πάρεις αναπνοές από το στόμα. 1η, 2η… ακούς μια γυναικεία φωνή να λέει «θα χρειαστεί να τον γυρίσουμε στο πλάι», 3η αναπνοή και μετά βυθίζεσαι στο απόλυτο τίποτα.
Είσαι ήδη πεθαμένος ή αγέννητος ακόμα; Δεν έχεις βάρος, κι όμως βουλιάζεις με ασύλληπτη ταχύτητα σε μια μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει τα πάντα. Δηλαδή εσένα μόνο, δεν υπάρχει τίποτα άλλο γύρω σου. Κοιτάς, ψάχνεις με αγωνία. Τίποτα. Κάποια στιγμή μέσα στην ατελείωτη πτώση, ο ώμος σου βρίσκει σε κάτι σκληρό. Μετά ξανά και ξανά. Ανακαλύπτεις ότι κάποιος σε σκουντάει και μια άσχημη φωνή προστάζει να ξυπνήσεις. Γύρω σου είναι ένα δωμάτιο παρόμοιο με το προηγούμενο, αλλά όχι εντελώς ίδιο. Το πρώτο που σημειώνεις είναι ένα άσπρο ρολόι τοίχου, οκτάγωνο, από αυτά που παίρνουν ρεύμα δικτύου και ο δευτερολεπτοδείκτης κινείται χωρίς διακοπές. Δείχνει εντεκάμιση. Μέρα ή νύχτα, αδύνατον να πεις. Οι λάμπες αλογόνου σου καίνε τα μάτια και θυμάσαι με καημό τα δύσμοιρα RayBan που φοράς από πάντα. «Ξύπνα, μεγάλε!»
Η όρασή σου έχει καθαρίσει, και βλέπεις πάνω από το κεφάλι σου κάποιους να… περνούν καλά. Τρώνε τοστ, πίνουν καφέ, μιλάνε και γελάνε δυνατά. Κάθε τόσο, σου δίνουν και μια να ξυπνήσεις. «Ξύπνιος είμαι, ρε ζώα», προσπαθείς να πεις, αλλά η ομιλία σου έχει ξεμείνει σ’ εκείνη τη μαύρη τρύπα. Εγκαταλείπεις, τα μάτια ξανακλείνουν. Στο τέλος, νιώθεις να σε μεταφέρουν πάλι. Το κρεβάτι αναπηδά στις ανωμαλίες του διαδρόμου. Τις ξέρεις μία μία, ελάχιστους μήνες πριν συνόδευσες κάποιον άλλο σε κώμα σε αυτούς τους διαδρόμους και αναρωτιόσουν αν πονάει την ώρα που η ρόδα του φορείου βρίσκει στους αρμούς του πατώματος.
Το κρεβάτι πλαγιάζει ένα άλλο, που το ξέρεις καλά. Σ’ αυτό κοιμόσουν ως τις επτάμιση το πρωί της ίδιας μέρας, που σε ξύπνησαν για να σε πάρουν. Σε μετακομίζουν και φεύγουν. Είσαι γυμνός, σκεπασμένος με κάτι που έχει πορτοκαλί χρώμα και από διάφορα σημεία του σώματός σου αναχωρούν καλώδια και σωληνάκια. Ωραία τα κατάφερες… ο πόνος, ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ πόνος μόλις ξεκινά, κι ας νόμιζες ότι πονούσες εδώ και μια εβδομάδα που έπαθες το επεισόδιο. Αυτόματο πνευμοθώρακα, το είπαν. Σωστά. Αν ήταν έμφραγμα, όπως λανθασμένα είχες νομίσει, μάλλον δεν θα την είχες γλιτώσει τόσο φθηνά.
Στις μέρες που ακολουθούν το χειρουργείο, ως το εξιτήριο, παρακολουθείς τον εαυτό σου σε τρίτο πρόσωπο. Κάθε λεπτό σε αυτό το κρεβάτι διαρκεί μια αιωνιότητα. Έξω, ο κόσμος ζει, κινείται, πάει στη δουλειά, πάει διακοπές. Τα 60 δευτερόλεπτα τους φαίνονται ένα τίποτα. Εσύ, σε 60 δευτερόλεπτα έχεις προλάβει να κάνεις τόσες σκέψεις που το θολωμένο από τη νάρκωση μυαλό πονάει από την προσπάθεια. Οι μέρες κυλούν κάπως. Μιλάς με το Μάνο, στο απέναντι κρεβάτι. Ετοιμάζεται κι αυτός για χειρουργείο. Δεν σε ακούει καλά, γιατί η ομιλία σου είναι ψίθυρος. Κάνεις πλάκα με τις νοσηλεύτριες. Κυλάει το πράγμα. Οι νύχτες όμως είναι αβάσταχτες. Δεν μπορείς να κοιμηθείς ανάσκελα, ποτέ δεν μπορούσες. Και το έχεις τόσο ανάγκη. Πνίγεσαι. Τα πνευμόνια σου έχουν μέσα φρέσκο αίμα. Ο σωλήνας που σου έχουν καρφωμένο στα πλευρά δεν προλαβαίνει να το βγάλει όλο έξω. Πνίγεσαι. Θέλεις να βήξεις και είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.
Δυο νύχτες περνούν χωρίς ύπνο. Από το παράθυρο κοιτάς με απελπισία την κορυφογραμμή του Υμηττού, περιμένοντας πώς και πώς να χαράξει το φως. Όλο το 24ωρο βάζουν μέσα σου φάρμακα. Όλες οι φλέβες των χεριών σου έχουν τρύπες με καθετήρες. Βελτιώνεσαι, πάντως. Εκεί που το καταλαβαίνεις, είναι όταν σου επιτρέπουν να πιεις νερό, να φας κάτι νερόβραστο, να πάρεις φάρμακο από το στόμα. Κάθε φλεβοκαθετήρας που φεύγει από πάνω σου είναι μια νίκη. Η πρώτη φορά που σηκώνεσαι, πρωτάθλημα ολόκληρο. Και η μέρα που φεύγεις για το σπίτι, τελικός champions league. Ο έξω κόσμος έχει 40 βαθμούς υπό σκιάν, νέφος, κίνηση και μπλόκα ταξιτζήδων. Κι όμως, είναι υπέροχος._Σ.Λ.
-
Ωραίο κείμενο. Οι περιπέτειες υγείας (ειδικά οι σοβαρές) αποτελούν συνήθως δυνατά μαθήματα αλλα και ¨καυσιμα¨ για τη ζωή μετα. Αρκεί να έχεις ανοιχτό μυαλό για να τις αξιολογήσεις και να τις εκτιμήσεις.
-
Σιδερένιος Krus!!!
-
krus τι να πω... έμεινα...
Εύχομαι πιο γερός από σιδερένιος και αυτό να ήταν το τελευταίο κακό!
Aληθινές ιστορίες