Ενα τέταρτο -και κάτι- του αιώνα μετά...
30 Αυγούστου του 1983. Οι γονείς φεύγουν για το 'εξοχικό' αποχαιρετώντας τον 17χρονο βλαστό τους, που επιμένει να περάσει τον Αύγουστο στην Αθήνα. Ποιος άλλωστε έφηβος γουστάρει οικογενειακές διακοπές? Η προοπτική ενός ξεσάλωτου Αυγούστου ανοίγεται διάπλατη!
Χάνεται το οικογενειακό αμάξι στη στροφή και ο μικρός, σφαίρα στο γκαράζ! Εκεί είναι αραγμένο το μικρό A112 που περιμένει να γίνει δικό του μόλις βγάλει το περιπόθητο 'δίπλωμα'. Αυτό περιμένει, αυτός όμως όχι. Φυσικά, ο πατέρας, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία του κανακάρη του, έχει φροντίσει να πάρει τα κλειδιά μαζί του. Ελα όμως που υπήρχαν και αντικλείδια...
Τηλεφωνήματα στην 'παρέα'. Σε dt όλοι μαζεμένοι σπίτι, ζαχαρώνοντας τη Μπιάνκα. 'Ας μην το κυκλοφορήσουμε μέρα-μεσημέρι, που ξέρεις τι γίνεται, αν μας πιάσουν χωρίς δίπλωμα τη γαμησαμε' . Υπομονή λοιπόν, μέχρι τη νύχτα. Και τι νύχτα.....Τέσσερα μπακουράκια στο αμαξάκι ('τι θα γίνει ρε μαλάκα, μόνο εσύ θα το οδηγείς?' ), παραλιακή, λιμανάκια. Σεμνά πράγματα, παρά τα 70 αλογάκια που σε γαργάλαγαν... Πρώτη βόλτα είναι, ας μην το ξεχειλώσουμε. Άλλωστε μας είπαν τα κορίτσια ότι θα πάνε BBG, δε λέει να ξεροσταλιάζουμε στην ερημιά..Πάμε στο κλαμπάκι, αλλά κορίτσια γιοκ. Τζίφος γι' απόψε. 'Δε βαριέσαι', λέει ο driver της παρέας. Μια που χαράζει σιγα-σιγά, δεν την κανουμε για Κρεμαστό Λαγό? Πάντα ζαχάρωνα αυτήν την Κ5...
Ανηφόρισμα για Βούλα. Χαράζει και στο κασετόφωνο Shine on, you crazy diamond. Μια καρακάξα, λιανή γριά, γυρνάει και μας κοιτάζει όπως περνάμε. 'Ανατρίχιασα, ρε μαλάκα' λέει ο στριμωγμένος στο πίσω κάθισμα. 'Λίγο πιο πέρα δε σκοτώθηκε πέρσι ο ΧΧΧΧΧ?' 'Σωπα ρε, περίμενε να μπω στην πρώτη στροφή και θα στρώσεις'.
Φτάνουμε. Πρώτη αναγνωριστική διαδρομή. Δύο κατεβαίνουν, δύο μένουν μέσα. Αναστροφή, ρολάρισμα στην κατηφόρα, Κ5, Κ4, Κ3, Κ2, Κ1, ξανά αναστροφή και η πρώτη ανάβαση (ο διάολος να την κάνει) είναι γεγονός. Αλλαγή πληρώματος. Πάλι από την αρχή. Και ξανά. Και ξανά. Χειροφρενάκι στη φουρκέτα, αφήνει και την υπογραφή της η Μπιάνκα στο οδόστρωμα (τι λάστιχα να φορούσε άραγε?). Με τα πολλά, έχει ξημερώσει. Καιρός για σπίτι.
Σιγά, σιγά, περνάμε τα στενα της Τερψιθεας. Μη ξυπνήσουμε και κανέναν...Ωσπου, από το πουθενά, στο άσχετο, πάει να στρίψει σε ένα στενό, χαζεύει, υποστροφή, τσαρούχωμα, άγαρμπο τιμόνι, φεύγει το αμαξάκι στο οικόπεδο. Φεύγει, ισα ίσα να πατάνε οι δεξιοι τροχοί στο χώμα... που όμως αυτό υποχωρεί -εχεί και ένα κενό μισού μέτρου από δίπλα- και τσούπ! βλέπουμε όλοι τον ορίζοντα κατακόρυφο.
...
Παγωμάρα.
Σπρώχνοντας, βγαίνουμε από το παράθυρο του οδηγού. Γύρω γύρω όλοι από το ντελαπαρισμένο αμαξάκι, αναρωτιόμαστε τι συνέβη και κυρίως τι πρόκειται να συμβεί.... Τα σκάρτα 900 κιλά του αμαξιού εύκολα έρχονται στα ίσα τους, για να επακολουθήσει η επιθεώρηση των ζημιών. Ολόκληρη η δεξιά πλευρά έγινε γκοφρέ ('οντουλέ', μάλλον) Εντ νάου, γουατ??
Το αμάξι κλειδώνεται στο γκαράζ. Πως το μαζεύουν τώρα? Αναζήτηση φαναρτζή, όχι κοντά, μη μας πάρει μάτι η γειτονιά, αλλά ούτε και μακριά -είπαμε, το 'δίπλωμα' αργούσε ακόμα. Με τα πολλά, βρίσκω τυπάκο που δεν το'χε κλείσει για διακοπές...Μετά από δυο-τρεις μέρες, χάραμα πάλι, βγάζουμε τ' αμαξάκι, το πάμε στον μάστορα. (έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να καταλάβω το πως μας κοίταζε αυτός). Φυσικά, το μέγα θέμα ηταν το μπαγιόκο. Χαου ματς, σερ? Εικοσιεπτά χιλιαρόπουλα, ήταν η απάντηση. Και πότε με το καλό θα'ναι έτοιμο? 'Ε, σε καμμιά βδομαδούλα, ίσως παραπάνω, πρέπει να βρω αυγουστιάτικα και φτερό...'.
Η βδομαδούλα έγινε σχεδόν τρεις. Τα λεφτά που είχε αφήσει ο στοργικός πατήρ για να φάει το παιδί του, να πληρώσει λογαριασμούς, να ψωνίσει το κάτι τις ήταν ομολογουμένως παρα πολλά για την εποχή, αλλά ταυτόχρονα ήταν σχεδόν τόσο όσα ζήτησε και ο μάστορας.
...
Οι υπόλοιπες μέρες του Αυγούστου ήταν μέρες αγωνίας και πείνας. Αγωνίας για να φτιαχτεί το αμαξάκι και πείνας καταραμένης, αφού όταν ρημάχτηκε και η τελευταία κονσέρβα στο σπίτι, τότε έμαθα να φτιάχνω ζύμη, μιας και το μόνο φαγώσιμο υλικό που υπήρχε πλέον ήταν αλεύρι. Πάνε οι μπαρότσαρκες, τα δισκάκια που ζαχάρωνα, τα κτηνώδη μπέργκερ στο Sumbarine. Νηστεία και προσευχή. Προσευχή να είναι έτοιμο το αμάξι πριν την -εσπευσμένη, για κάποιον άγνωστο λόγο- επιστροφή των γονέων και να μην το πάρουν μυρωδιά.
Πράγματι, δυο μέρες πριν, το αμαξάκι ξαναμπήκε στο γκαράζ. Και τώρα? Μήπως η φρεσκοβαμμένη πλευρά παραφαίνεται 'καινούρια'? Αρχίζει επιχείρηση 'παλαίωσης'. Χρατς-χρουτς με παλιόπανα, τρίψε-τρίψε, δυο μερόνυχτα, η διαφορά δεν ήταν πλεόν ορατή -στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον.. Δυο μερόνυχτα την έβγαλα στο γκαράζ, κοιτώντας τη λαμαρίνα από κάθε δυνατή πλευρά, με κάθε είδους φωτισμό, τρίβωντας με ότι προστυχόπανο έβρισκα. Στο τέλος, κομμάτια από το άγχος, ακούω το χαρακτηριστικό ήχο του οικογενειακού όπελ να παρκάρει απ'έξω.
Τρεμοντας, βγαίνω στην αυλή? 'καλά είσαι, αγόρι μου? Σε βλέπω χλωμό...'
'Μπα, δεν είναι τίποτα. Φάγαμε χτες στο Τρίγωνο και κάτι πρέπει να με πείραξε...'