-
Ο Κούκος ετρωγόπινε σ’ ενού παπά το χάνι.
-«Παπά ρακή, παπά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια
Φέρε ψωμί, φέρε σφαχτά, να φάει ούλο τ’ ασκέρι».
Κι’ ήταν τ’ ασκέρι του τρανό, μ’ άξια παλληκάρια,
Στο χιόνι και στην αγρυπνιά, στο αίμα μαθημένα,
Στον πόλεμο μα και στο ντριφτ, και στο βαρύ χαλάζι.
Τσάρδας και Στέλιος Γελεκτζής που τρώγει τις πατάτες,
Σάρμας, Σκαγιάς κι Ολύμπιος κι αυτός ο Κώστα-Ταύρος.
Ο Φανκυγιάνν’ς, ο Ηλιλής, κι ο γλυκο-Κωνσταντίνος,
Ο Αντριάς ο Κυνηγός κι ο καπετάν-Βασίλης,
Της Σαλονίκης Λεωνής, Μάρκος κι Αστραπο-Θάνος,
Του κάτω κόσμου ο άρχοντας, Άδης ο ξακουσμένος,
Εκεί κι ο Τριαντάφυλλος, που τρέμει η Γης κι ο Κόσμος.
Ο Χατζηρόκος Ευριππής μπαρουτοκαπνισμένος,
Ο Νάσιος μι του τάπερ του, τρανός κι αντρειωμένος,
Ο Εσβιδυός κι ο Σιπιπής, της Χώρας μεγιστάνες,
Του Όλυμπου κοτζά μπασής ο μπάρμπας Τζιεξήντας.
Ο Κρούσης ο Θαλασσινός βαρειά συλλογισμένος.
Τη θάλασσα ‘νειρεύουνταν κι έστριφτε το μουστάκι.
Κι ο Σπύρος που πότ’ έπινε, πότ’ έδινε τις τζ’γάρες
στο Νικολή τον Κόγιωτα, Βοϊβόντα του Δουνάβου
στη δούλεψη και στ’ όνομα του μέγα Υψηλάντη.
Ήρθε χαμπέρι θλιβερό πως απ’ τ’ ασκέρι φύγαν,
Πως κιότεψαν κι επρόδωσαν ο Βάγγος κι ο Παντέλας,
Ο δολερός ο Οβελής και το σκυλί ο Τσίλης.
Κι ο Κούκος σαν το άκουσε, βαρειά του κακοφάνη:
«Αν είναι για συμπάθισμα, θε να τους συμπαθήσω,
Κι αν ειν’ και για παλούκωμα, εγώ τους παλουκώνω»
Μα ο γέρο-Ντάπας ο καλός, σοφά τον ορμηνεύει:
-«Μη τα μαλώνεις τα παιδιά Νικόλα καπιτάνιε,
Έχ’νε γυναίκις, έχ’νε πιδιά, έ’χνε και δ’λειές να ζήσουν
Μπεζέρισαν (Σ.Σ.: βαρέθηκαν) να στρίβουνε ωςάν να πολεμάνε,
Αποβραδύς κι ολημερίς, σε ράχες και ρουμάνια,
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι,
Χωρίς τακάκι άγουρο, λάδι κεχριμπαρένιο».
Κι ο Κούκος αποκρίθηκε με πόνο και γινάτι:
«Εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης.
Φαμίλια, γρόσια κι άλογα, και καθαρό κρεβάτι
Ούλα τα απαρνήθηκα για του Χριστού την Πίστη.
Στα Χάσια και τον Όλυμπο, μα και στον Αη-Μερκούρη
Εκράτησα και ύψωσα το λάβαρο του Στρίβειν.
Κι αλοίμονο στον Κίσσαβο, τον φλωρο-πατημένο,
Που τον πατούν οι Μερσεντές Τσιγγάνες των Τουρκώνε.»
Τον λόγο σαν απόσωσε, παράγγελμα τους δίνει,
Κι ευτύς από το καπηλειό ούλοι τους όξω βγήκαν.
Τ’ αλόγατα εσέλωσαν, με μιάς τα καλλιγώσαν,
Και στου Ολύμπου τις πλαγιές τ’ ασκέρι εξεχύθη.
Ο Κούκος σκύβει και φιλεί τη μελανιά του Μπέμπα:
«Δύνασαι μπέμπα μ’, δύνασαι, στο αίμα για να πλεύσεις;»
-«Δύναμαι αφέντη μ’, δύναμαι, κι άσε τους εγκαθέτους».
Κώστας Σκαγιάς και Νικολής απ’ όλους μπρος πααίνουν
Με ντουφεκιές και με σπαθιά, σκάστρες και γιαταγάνια,
Και τους οχτρούς τρομάσσουνε, και τ’ άγρια γουρούνια,
Που από το λόγγο εφεύγανε κι έτρεχαν βουρλισμένα.
Κι ο Στέλιος τρέχοντας κι αυτός απάντησε τα βόδια,
Π’ αφήνανε τ’ Αγαρηνά Σκυλιά, σίντας εφεύγαν πίσω.
Σαν έκατζε ο κουρνιαχτός κι ησύχασαν τα πλάγια,
Σαν αφανίστηκαν οι οχτροί κι έπαψε το γιουρούσι,
Μηνάει ο Κούκος του Σκαγιά κι όλων των αντρειωμένων:
«Πάψτε παιδιά μ’ τον πόλεμο, πάψετε το γιουρούσι,
Να μετρηθούμε από ‘ξαρχής, να ιδώ τους λαβωμένους»
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν εφτακόσιοι
Μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπει ένας λεβέντης.
Ο Βοϊβόντας Κόγιωτας, αυτός ο Νικολάκης,
Βόλι πικρό εμάζωξε στην έρμη την καρδιά του.
Κι εκεί που εψυχομάχαγε, παραγγελιά τους δίνει:
«Συντρόφοι μη μ’ αφήσετε σ’ αυτόν τον έρμο τόπο
Εδώ είναι λύκοι και με τρων, εδώ με σκιουν τ’ αρκούδια
Εδώ είναι φίδια με φτερά, με δεκαοχτώ κεφάλια.
Μον’ φέρτε μου γλυκό κρασί από τις Παπαδάδες,
Να πλύνω τις λαβωματιές, ν’ αλλάξω τους γιαράδες (Σ.Σ.: τραύματα)
Φέρτε να γράψω μια γραφή στην έρμη μου την Τσέχα
Να μη προσμένει τώρα πια τον νιο που την αγάπα’
Και σκάψτε μου το μνήμα μου, σκάψτε μου το κιβούρι
Και στη δεξιά μου τη μεριά άστε μου παραθύρι
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.»
Κι ο γερο-Κούκος με καρδιά πικρή, φαρμακωμένη
Τα παλληκάρια εσύναξε κι όλους παρηγοράει:
«Χαλάσαμαν πολλούς ωρέ, χαθήκαν και δικοί μας.
Μον’ ζέψτε πάλι τ’ άλογα κι άστε τα μοιρολόγια,
Να πάμε ούλοι για καχβέ, στην έρμη Σαλονίκη». -
Τι έγραψες πάλι ρε Νικόλα?!!!
.............Ο Κούκος σκύβει και φιλεί τη μελανιά του Μπέμπα:
«Δύνασαι μπέμπα μ’, δύνασαι, στο αίμα για να πλεύσεις;»
-«Δύναμαι αφέντη μ’, δύναμαι, κι άσε τους εγκαθέτους»..........Κι αλοίμονο στον Κίσσαβο, τον φλωρο-πατημένο,
Που τον πατούν οι Μερσεντές Τσιγγάνες των Τουρκώνε.»..... -
RespeK και στους δυο
-
-
Νικόλα, καταπτληκτικός!
-
Ο χρήστης Coyot έγραψε:
...
Κι ο γερο-Κούκος με καρδιά πικρή, φαρμακωμένη
Τα παλληκάρια εσύναξε κι όλους παρηγοράει:
«Χαλάσαμαν πολλούς ωρέ, χαθήκαν και δικοί μας.
Μον’ ζέψτε πάλι τ’ άλογα κι άστε τα μοιρολόγια,
Να πάμε ούλοι για καχβέ, στην έρμη Σαλονίκη».ΜΟΝΟΝ ο Coyot μπορούσε να το κάνει αυτό - κι ο Κούκος να γελάει.
Και, εννοείται, μόνον ο funky το άλλο.
Respek και στους δυο κι από μένα! Τα τύπωσα κιόλας, να τα 'χω.
-
Και οι δύο ΔΕΝ ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ
-
ε ρε τι μας έμελλε να πάθουμε, να πάμε από γέλιο...
-
ο νεος θουριος..
-
x2
-
Απίστευτο!!!
ειδικά 'Ο Χατζηρόκος Ευριππής' με πέθανε!!!
-
Χασαμε και τη Μαρριετα να τα βαζαμε στο βιβλιο της Ιστοριας.
Μπραβο και στους συγγραφεις,μπραβο και στον φωτογραφο.
-
Τι εγραψαν τα ατομα!!!!!!
-
'Διαβάζει ο Τσίλης και αλυχτά,
σκυλόμετανοιωμένος,
ήτανε πια πολύ αργά,
ζηλέυει ο καημένος,
Κούκο,Κογιότ και τους λοιπούς
ντρέπεται να αντικρύσει
και όρκο βαρύ ξεστόμισε
το σπίτι του να αφήσει!
Πίσω γυναίκα και γατί
ν'αφήσει να κοιτάνε
να πάει με τους συντρόφους του
που τον περιφρονάνε!!'από Ήρα,και για την αντιγραφή Τσίλης
Γιγάντιε Κογιότ και Μεγάλε Funky τι γράψατε ωρε!!
Να παραμείνει επικολλημένος ο Θούριος του Φόρουμ....τέτοια πράγματα γράφονται μια στα 10 χρόνια!
-
Τρούληηηηηη..!!!!
-
-
Ήρα να λες, καλύτερα!!
Επικολλήστε το Θούριο είναι σπάνιο κείμενο!!
-
Ο χρήστης tsilis έγραψε:
Πίσω γυναίκα και γατί
ν'αφήσει να κοιτάνε
να πάει με τους συντρόφους του
που τον περιφρονάνε!!' -
-
Τι είστε σεις ρε !!!
Νικόλα και Funky δεν παίζεστε
5η Παγκόσμια Συνάντηση του 4ΤΦ:Εντυπώσεις...