-
**Tazio Nuvolarri
Vivere pericolosamente
Ζείν επικινδύνως**Mπορεί ο Σουμάχερ να έχει 7 τίτλους, μπορεί ο Σέννα στα χρόνια του να θεωρήθηκε θεός, μπορεί και οι δύο να οδηγούσαν με μυαλό και με θαυμαστή ακρίβεια, μπορεί ο Πρόστ να θεωρείται καθηγητής, όμως κανείς τους δεν κατάθεσε την ψυχή του και το αίμα του στο κόκπιτ όπως ο γίγαντας Τάτσιο Νουβολάρι των 1.55 μέτρων ύψους. Κανείς δεν υπερέβαλλε εαυτόν βάζοντας τα με όλα, με ανώτερα εξοπλισμένους αντιπάλους, με ατυχίες, με κακουχίες, με ατυχίες. Κανέις δεν είχε το σθένος του και κανείς δεν είχε την επική νίκη του Τάτσιο Νουβολάρι στο Ring.
Την εποχή που σε όλη στην Ευρώπη, του μεσοπολέμου, οι αγώνες αυτοκινήτου ήταν παραπάνω από θρησκεία, ο Νουβολάρι ήταν ο καλύτερος πιλότος, ο απόλυτος ήρωας, ήταν αυτός που έφερε και δίδαξε στους αγώνες το ντρίφτ με τα τέσσερα.Το παρακάτω κείμενο είναι του Γιώργου Πολίτη είναι από το περιοδικό Drive, τεύχος 83, Σεπτέμβριος 2003, και αναφέρεται σε ένα κοντό οδηγό από την Μάντοβα της Ιταλίας που έκανε όλο τον κόσμο του σπόρ τότε να παραμιλάει, το αντιγράφω διαθέτοντας τις ώρες μου γιατί αξίζει να μάθετε οι νεότεροι ότι υπήρχαν και σε άλλες εποχές καλοί αδηγοί, καλύτεροι των σημερινών τηρουμένων των αναλογιών, γιατί σήμερα πας με 300 και σκάς στο ντουβάρι και δεν ανοίγει ρουθούνι, τότε με τα 450 και 600 άλογα, με τα ανύπαρκτα φρένα, τις αναρτήσεις τίποτα, και τα λάστιχα στενά σαν από παπί, ήθελε κάτι παραπάνω από καρύδια για να πηγαίνεις με 300 στο Ring, γιατί τότε πέθαινες και με το 1/3 της ταχύτητας που έπιαναν αυτά τα τέρατα.
Ας ακολουθήσουμε το κείμενο του Γιώργου και ας φέρουμε στο μυαλό μας ασπρόμαυρες εικόνες της εποχής πριν τον Β! Π.Π.
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές στιγμές άγγιξαν αυτό το όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε και αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Το γούρι του ήταν μια χελώνα που του χάρισε ο Ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε ντ΄Ανούτσιο, - το πιο αργό ζώο, δώρο στον πιο γρήγορο άνθρωπο - είχε πεί.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι, quando corre Nuvolari, όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ό μικρόσωμος πιλότος από την Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με τον Διάβολο.
Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς, πως, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερησία διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ, θα έπρεπε να είχε πουληθεί στο Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες.
Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου της διαχείρησης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντισταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης. Αργότερα απέκτησε δυο παιδιά, δυο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτηση του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολουθούσε να τρέχει – βήχοντας, φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς – γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομα του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέττες του ΄20 σε κάθε είδους αγώνες, αλλά κυρίως στους επίπονους μαραθώνιους που διέσχιζαν την Ιταλία απ΄άκρη σ΄ άκρη. Έγινε αμέσως γνωστός από την ταχύτητα του και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε τη θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi. Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε, κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πίτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής, το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση ης μοτοσυκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουϊ του Τορίνο η Bianchi λάδωσε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε, το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με τη ζώνη του, και συνέχισε τερματίζοντας τρίτος.
Tάτσιο, Βιτόριο, Έντζο, Alfa.
Tα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα, η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο Γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις Ρ2 και ο 33άχρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σε ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η Ρ2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε πρός το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας.
Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος σε γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα, στο κρεβάτι του νοσοκομείου δήλωσε συμμετοχή στο GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
'Ετσι κι έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνουν τις σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi, τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρός και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε κι όταν γύρισε στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι έπρεπε να τον στηρίξουν.Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόρθωμα του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν 5 χρόνια για να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μια 1750 για το Mille Miglia, τον αγώνα των 1.600 χλμ, που ξεκινούσε μρσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν το χάραμα της Κυριακής πάλι στην Μπρέσια.Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, 'ο,τι ήταν ο Πρόστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia, σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι, έθετε όρο να μην έρθει σ΄αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ΄αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου.Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο, στην ομάδα έδωσε το επώνυμο του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν από τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ως την κορυφή και μετά οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο, έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας.
O Έντζο Φερράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματα του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ο συνοδηγός του και πως στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε.Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλυστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς ν΄αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά.
Άλλαξε για πάντα την εοκόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα, εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν. Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμα επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων. Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4”, συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δυο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα με το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο.
Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την τρίτη πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο από το τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγεί πρώτο απ΄το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ΄ το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά.
Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες, οι κριτές κάνουν σήμα στον Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C. Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει ένα πυροσβεστήρα στη Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων – νίκης ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νούρμπουργκρινγκ η Χιτλερική γερμανία είναι στο απόγειό της. Πρίν από την έναρξη του GP γίνεται η επίδειξη ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια. Λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες κι εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes – εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα Ναζιστικά κεφάλαια – ετοιμάζονται να δείξουν τη Γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άντρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ, το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa Ρ3. Ο παλιός της κινητήρας, των 2.6 λίτρων, έχει φτάσει τα 3.8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάϊ στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. 'Ομως, η Auto-Union V-16 του Δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4.3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα έχει πεί πως ήταν σαν να προσπαθούσε η Alfa μ΄ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αληθινά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων, ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες, όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το Ring έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χλμ διαρκεί το GP και η Ρ3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη τη γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9” εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πίτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47” και 67”, η Auto-Union του Ρεζεμάγιερ για 75”. Στα πίτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσαερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πίτα και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξεπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανό του Ring, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα-ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69”. Στον 20ο έχει πέσει στα 43”, αρχίζει να ψιλιβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της Ρ3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11”. Στα πίτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται.
Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες, η ψαλίδα κλείνει στο δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του. Βλέπει μπροστά του – κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα – είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό ύμνο, τόσο σίγουροι για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μαζί του μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε: **>.
**
Προς το τέλοςΤα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός κι έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να υπερηφανεύνται όταν ο ήρωας τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελλο Vanderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1.55 καί το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν. Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο διάβολος ζητάει το μερίδιο του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιό, Τζόρτζιο, στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλργόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Αuto-Union και κάνει τρείς νίκες, τη δεύτερη στο Ντόνιγκτον, όπου στις δοκιμές – με 150 km/h – συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται, καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του ΄30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille-Miglia, κλείνει με δική του νίκη στο GP του Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του, Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών από ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 ετών και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. >, λέει σε μια συνεύντευξή του στο motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και έχει αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια, το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε χωρίς αυτό, ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ό,τι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μάσκα από γάζες για να προστατευθεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δυο μέρες πριν το Mille-Miglia του 1948, ο Έντζο του ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος, με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απέννινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσα να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο, με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωας τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δυο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος, την ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα.** Η ψυχή του μπορούσε επί τέλους να ξεκουραστεί.**
Για την απόδοση
21 Quadra
-
**Tazio Nuvolarri
Vivere pericolosamente
Ζείν επικινδύνως**Mπορεί ο Σουμάχερ να έχει 7 τίτλους, μπορεί ο Σέννα στα χρόνια του να θεωρήθηκε θεός, μπορεί και οι δύο να οδηγούσαν με μυαλό και με θαυμαστή ακρίβεια, μπορεί ο Πρόστ να θεωρείται καθηγητής, όμως κανείς τους δεν κατάθεσε την ψυχή του και το αίμα του στο κόκπιτ όπως ο γίγαντας Τάτσιο Νουβολάρι των 1.55 μέτρων ύψους. Κανείς δεν υπερέβαλλε εαυτόν βάζοντας τα με όλα, με ανώτερα εξοπλισμένους αντιπάλους, με ατυχίες, με κακουχίες, με ατυχίες. Κανέις δεν είχε το σθένος του και κανείς δεν είχε την επική νίκη του Τάτσιο Νουβολάρι στο Ring.
Την εποχή που σε όλη στην Ευρώπη, του μεσοπολέμου, οι αγώνες αυτοκινήτου ήταν παραπάνω από θρησκεία, ο Νουβολάρι ήταν ο καλύτερος πιλότος, ο απόλυτος ήρωας, ήταν αυτός που έφερε και δίδαξε στους αγώνες το ντρίφτ με τα τέσσερα.Το παρακάτω κείμενο είναι του Γιώργου Πολίτη είναι από το περιοδικό Drive, τεύχος 83, Σεπτέμβριος 2003, και αναφέρεται σε ένα κοντό οδηγό από την Μάντοβα της Ιταλίας που έκανε όλο τον κόσμο του σπόρ τότε να παραμιλάει, το αντιγράφω διαθέτοντας τις ώρες μου γιατί αξίζει να μάθετε οι νεότεροι ότι υπήρχαν και σε άλλες εποχές καλοί αδηγοί, καλύτεροι των σημερινών τηρουμένων των αναλογιών, γιατί σήμερα πας με 300 και σκάς στο ντουβάρι και δεν ανοίγει ρουθούνι, τότε με τα 450 και 600 άλογα, με τα ανύπαρκτα φρένα, τις αναρτήσεις τίποτα, και τα λάστιχα στενά σαν από παπί, ήθελε κάτι παραπάνω από καρύδια για να πηγαίνεις με 300 στο Ring, γιατί τότε πέθαινες και με το 1/3 της ταχύτητας που έπιαναν αυτά τα τέρατα.
Ας ακολουθήσουμε το κείμενο του Γιώργου και ας φέρουμε στο μυαλό μας ασπρόμαυρες εικόνες της εποχής πριν τον Β! Π.Π.
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές στιγμές άγγιξαν αυτό το όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε και αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Το γούρι του ήταν μια χελώνα που του χάρισε ο Ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε ντ΄Ανούτσιο, - το πιο αργό ζώο, δώρο στον πιο γρήγορο άνθρωπο - είχε πεί.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι, quando corre Nuvolari, όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ό μικρόσωμος πιλότος από την Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με τον Διάβολο.
Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς, πως, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερησία διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ, θα έπρεπε να είχε πουληθεί στο Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες.
Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου της διαχείρησης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντισταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης. Αργότερα απέκτησε δυο παιδιά, δυο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτηση του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολουθούσε να τρέχει – βήχοντας, φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς – γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομα του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέττες του ΄20 σε κάθε είδους αγώνες, αλλά κυρίως στους επίπονους μαραθώνιους που διέσχιζαν την Ιταλία απ΄άκρη σ΄ άκρη. Έγινε αμέσως γνωστός από την ταχύτητα του και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε τη θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi. Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε, κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πίτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής, το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση ης μοτοσυκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουϊ του Τορίνο η Bianchi λάδωσε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε, το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με τη ζώνη του, και συνέχισε τερματίζοντας τρίτος.
Tάτσιο, Βιτόριο, Έντζο, Alfa.
Tα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα, η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο Γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις Ρ2 και ο 33άχρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σε ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η Ρ2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε πρός το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας.
Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος σε γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα, στο κρεβάτι του νοσοκομείου δήλωσε συμμετοχή στο GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
'Ετσι κι έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνουν τις σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi, τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρός και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε κι όταν γύρισε στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι έπρεπε να τον στηρίξουν.Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόρθωμα του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν 5 χρόνια για να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μια 1750 για το Mille Miglia, τον αγώνα των 1.600 χλμ, που ξεκινούσε μρσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν το χάραμα της Κυριακής πάλι στην Μπρέσια.Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, 'ο,τι ήταν ο Πρόστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia, σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι, έθετε όρο να μην έρθει σ΄αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ΄αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου.Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο, στην ομάδα έδωσε το επώνυμο του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν από τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ως την κορυφή και μετά οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο, έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας.
O Έντζο Φερράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματα του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ο συνοδηγός του και πως στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε.Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλυστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς ν΄αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά.
Άλλαξε για πάντα την εοκόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα, εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν. Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμα επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων. Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4”, συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δυο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα με το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο.
Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την τρίτη πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο από το τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγεί πρώτο απ΄το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ΄ το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά.
Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες, οι κριτές κάνουν σήμα στον Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C. Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει ένα πυροσβεστήρα στη Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων – νίκης ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νούρμπουργκρινγκ η Χιτλερική γερμανία είναι στο απόγειό της. Πρίν από την έναρξη του GP γίνεται η επίδειξη ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια. Λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες κι εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes – εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα Ναζιστικά κεφάλαια – ετοιμάζονται να δείξουν τη Γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άντρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ, το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa Ρ3. Ο παλιός της κινητήρας, των 2.6 λίτρων, έχει φτάσει τα 3.8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάϊ στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. 'Ομως, η Auto-Union V-16 του Δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4.3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα έχει πεί πως ήταν σαν να προσπαθούσε η Alfa μ΄ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αληθινά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων, ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες, όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το Ring έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χλμ διαρκεί το GP και η Ρ3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη τη γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9” εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πίτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47” και 67”, η Auto-Union του Ρεζεμάγιερ για 75”. Στα πίτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσαερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πίτα και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξεπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανό του Ring, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα-ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69”. Στον 20ο έχει πέσει στα 43”, αρχίζει να ψιλιβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της Ρ3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11”. Στα πίτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται.
Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες, η ψαλίδα κλείνει στο δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του. Βλέπει μπροστά του – κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα – είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό ύμνο, τόσο σίγουροι για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μαζί του μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε: **>.
**
Προς το τέλοςΤα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός κι έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να υπερηφανεύνται όταν ο ήρωας τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελλο Vanderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1.55 καί το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν. Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο διάβολος ζητάει το μερίδιο του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιό, Τζόρτζιο, στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλργόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Αuto-Union και κάνει τρείς νίκες, τη δεύτερη στο Ντόνιγκτον, όπου στις δοκιμές – με 150 km/h – συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται, καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του ΄30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille-Miglia, κλείνει με δική του νίκη στο GP του Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του, Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών από ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 ετών και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. >, λέει σε μια συνεύντευξή του στο motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και έχει αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια, το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε χωρίς αυτό, ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ό,τι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μάσκα από γάζες για να προστατευθεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δυο μέρες πριν το Mille-Miglia του 1948, ο Έντζο του ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος, με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απέννινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσα να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο, με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωας τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δυο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος, την ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα.** Η ψυχή του μπορούσε επί τέλους να ξεκουραστεί.**
Για την απόδοση
21 Quadra
-
**Tazio Nuvolarri
Vivere pericolosamente
Ζείν επικινδύνως**Mπορεί ο Σουμάχερ να έχει 7 τίτλους, μπορεί ο Σέννα στα χρόνια του να θεωρήθηκε θεός, μπορεί και οι δύο να οδηγούσαν με μυαλό και με θαυμαστή ακρίβεια, μπορεί ο Πρόστ να θεωρείται καθηγητής, όμως κανείς τους δεν κατάθεσε την ψυχή του και το αίμα του στο κόκπιτ όπως ο γίγαντας Τάτσιο Νουβολάρι των 1.55 μέτρων ύψους. Κανείς δεν υπερέβαλλε εαυτόν βάζοντας τα με όλα, με ανώτερα εξοπλισμένους αντιπάλους, με ατυχίες, με κακουχίες, με ατυχίες. Κανέις δεν είχε το σθένος του και κανείς δεν είχε την επική νίκη του Τάτσιο Νουβολάρι στο Ring.
Την εποχή που σε όλη στην Ευρώπη, του μεσοπολέμου, οι αγώνες αυτοκινήτου ήταν παραπάνω από θρησκεία, ο Νουβολάρι ήταν ο καλύτερος πιλότος, ο απόλυτος ήρωας, ήταν αυτός που έφερε και δίδαξε στους αγώνες το ντρίφτ με τα τέσσερα.Το παρακάτω κείμενο είναι του Γιώργου Πολίτη είναι από το περιοδικό Drive, τεύχος 83, Σεπτέμβριος 2003, και αναφέρεται σε ένα κοντό οδηγό από την Μάντοβα της Ιταλίας που έκανε όλο τον κόσμο του σπόρ τότε να παραμιλάει, το αντιγράφω διαθέτοντας τις ώρες μου γιατί αξίζει να μάθετε οι νεότεροι ότι υπήρχαν και σε άλλες εποχές καλοί αδηγοί, καλύτεροι των σημερινών τηρουμένων των αναλογιών, γιατί σήμερα πας με 300 και σκάς στο ντουβάρι και δεν ανοίγει ρουθούνι, τότε με τα 450 και 600 άλογα, με τα ανύπαρκτα φρένα, τις αναρτήσεις τίποτα, και τα λάστιχα στενά σαν από παπί, ήθελε κάτι παραπάνω από καρύδια για να πηγαίνεις με 300 στο Ring, γιατί τότε πέθαινες και με το 1/3 της ταχύτητας που έπιαναν αυτά τα τέρατα.
Ας ακολουθήσουμε το κείμενο του Γιώργου και ας φέρουμε στο μυαλό μας ασπρόμαυρες εικόνες της εποχής πριν τον Β! Π.Π.
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές στιγμές άγγιξαν αυτό το όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε και αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Το γούρι του ήταν μια χελώνα που του χάρισε ο Ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε ντ΄Ανούτσιο, - το πιο αργό ζώο, δώρο στον πιο γρήγορο άνθρωπο - είχε πεί.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι, quando corre Nuvolari, όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ό μικρόσωμος πιλότος από την Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με τον Διάβολο.
Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς, πως, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερησία διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ, θα έπρεπε να είχε πουληθεί στο Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες.
Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου της διαχείρησης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντισταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης. Αργότερα απέκτησε δυο παιδιά, δυο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτηση του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολουθούσε να τρέχει – βήχοντας, φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς – γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομα του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέττες του ΄20 σε κάθε είδους αγώνες, αλλά κυρίως στους επίπονους μαραθώνιους που διέσχιζαν την Ιταλία απ΄άκρη σ΄ άκρη. Έγινε αμέσως γνωστός από την ταχύτητα του και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε τη θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi. Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε, κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πίτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής, το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση ης μοτοσυκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουϊ του Τορίνο η Bianchi λάδωσε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε, το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με τη ζώνη του, και συνέχισε τερματίζοντας τρίτος.
Tάτσιο, Βιτόριο, Έντζο, Alfa.
Tα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα, η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο Γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις Ρ2 και ο 33άχρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σε ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η Ρ2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε πρός το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας.
Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος σε γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα, στο κρεβάτι του νοσοκομείου δήλωσε συμμετοχή στο GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
'Ετσι κι έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνουν τις σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi, τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρός και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε κι όταν γύρισε στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι έπρεπε να τον στηρίξουν.Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόρθωμα του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν 5 χρόνια για να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μια 1750 για το Mille Miglia, τον αγώνα των 1.600 χλμ, που ξεκινούσε μρσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν το χάραμα της Κυριακής πάλι στην Μπρέσια.Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, 'ο,τι ήταν ο Πρόστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia, σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι, έθετε όρο να μην έρθει σ΄αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ΄αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου.Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο, στην ομάδα έδωσε το επώνυμο του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν από τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ως την κορυφή και μετά οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο, έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας.
O Έντζο Φερράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματα του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ο συνοδηγός του και πως στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε.Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλυστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς ν΄αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά.
Άλλαξε για πάντα την εοκόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα, εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν. Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμα επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων. Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4”, συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δυο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα με το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο.
Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την τρίτη πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο από το τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγεί πρώτο απ΄το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ΄ το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά.
Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες, οι κριτές κάνουν σήμα στον Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C. Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει ένα πυροσβεστήρα στη Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων – νίκης ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νούρμπουργκρινγκ η Χιτλερική γερμανία είναι στο απόγειό της. Πρίν από την έναρξη του GP γίνεται η επίδειξη ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια. Λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες κι εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes – εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα Ναζιστικά κεφάλαια – ετοιμάζονται να δείξουν τη Γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άντρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ, το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa Ρ3. Ο παλιός της κινητήρας, των 2.6 λίτρων, έχει φτάσει τα 3.8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάϊ στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. 'Ομως, η Auto-Union V-16 του Δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4.3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα έχει πεί πως ήταν σαν να προσπαθούσε η Alfa μ΄ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αληθινά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων, ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες, όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το Ring έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χλμ διαρκεί το GP και η Ρ3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη τη γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9” εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πίτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47” και 67”, η Auto-Union του Ρεζεμάγιερ για 75”. Στα πίτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσαερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πίτα και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξεπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανό του Ring, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα-ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69”. Στον 20ο έχει πέσει στα 43”, αρχίζει να ψιλιβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της Ρ3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11”. Στα πίτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται.
Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες, η ψαλίδα κλείνει στο δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του. Βλέπει μπροστά του – κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα – είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό ύμνο, τόσο σίγουροι για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μαζί του μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε: **>.
**
Προς το τέλοςΤα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός κι έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να υπερηφανεύνται όταν ο ήρωας τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελλο Vanderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1.55 καί το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν. Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο διάβολος ζητάει το μερίδιο του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιό, Τζόρτζιο, στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλργόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Αuto-Union και κάνει τρείς νίκες, τη δεύτερη στο Ντόνιγκτον, όπου στις δοκιμές – με 150 km/h – συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται, καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του ΄30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille-Miglia, κλείνει με δική του νίκη στο GP του Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του, Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών από ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 ετών και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. >, λέει σε μια συνεύντευξή του στο motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και έχει αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια, το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε χωρίς αυτό, ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ό,τι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μάσκα από γάζες για να προστατευθεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δυο μέρες πριν το Mille-Miglia του 1948, ο Έντζο του ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος, με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απέννινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσα να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο, με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωας τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δυο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος, την ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα.** Η ψυχή του μπορούσε επί τέλους να ξεκουραστεί.**
Για την απόδοση
21 Quadra
-
Χίλια μπράβο 21 Quadra, και σε ευχαριστούμε!
-
Aπιθανο κειμενο!! Ευχαριστουμε!
-
Συγκινήθηκα.
-
O Πολίτης μπορεί να γράφει χωρίς θέμα και να σε συγκινήσει.
Με θέμα του τον τεράστιο Nuvolari μ'έκανε και ανατρίχιασα!
Ευχαριστούμε πολύ για την ανάρτηση.Είχα κάνει κι εγώ μία προσπάθεια να παρουσιάσω τη μοναδική αυτή περίπτωση οδηγού. Σαφώς ο λόγος μου δεν μπορεί να συγκριθεί με του Πολίτη αλλά θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον μια και όλο και κάποια διαφορετική ιστορία υπάρχει, ενώ το κείμενο είναι εμπλουτισμένο με φωτογραφίες και βίντεο.
http://autostoria.blogspot.gr/2010/12/tazio-nuvolari-il-mantovano-volante.html -
Είθε να μείνει αιώνια Aθάνατος!
-
Aν οι αγώνες είναι κάτι πέρα από τους υπολογισμούς,τα προσπεράσματα στα υπόστεγα (pits τα λένε), τα φώτα, τα κεφάλαια, τις όμορφες ξεβράκωτες, το βρώμικο χρήμα και την αποστείρωση του σήμερα
Αν είναι Τέχνη, πάθος, αποφασιστικότητα και ανάγκη, τότε ο Νuvolari είναι και θα είναι ο μεγαλύτερος όλων των εποχών....Και σε ευχαριστούμε Νεκτάριε και για το δικό σου όμορφο κείμενο και υλικό!
-
Σίγουρα οι αγώνες υπήρξαν (και ίσως ακόμη είναι για ορισμένους) κάτι παραπάνω και πολύ διαφορετικό απ'τα προαναφερθέντα, τόσο για τον κόσμο που στήνονταν με τις ώρες για να δει έστω και ένα πέρασμα από τους δικούς του 'ήρωες', όσο και για κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους όπως ο Nuvolari.
Πραγματικά συναρπαστικές και συγκινητικές οι ιστορίες αυτού του σπουδαίου οδηγού!ΥΓ: ευχαριστώ tsilis για τα καλά σου λόγια
Ιστορίες οδηγών που άφησαν εποχή