Το νερό - χημικώς καθαρό, δηλ. απιονισμένο - έχει πολύ μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα από την αιθυλενογλυκόλη (δηλαδή σκέτο αντιψυκτικό), δηλαδή μεγαλύτερη ικανότητα να απαγάγει τη θερμότητα. Για αυτό και χρησιμοποιείται στα κυκλώματα ψύξης σε ανάμειξη με την αιθυλενογλυκόλη, σε συνδυασμό και με τα άλλα τα συστατικά του αντιψυκτικού για τους γνωστούς λόγους που χρειάζονται και αυτά. (Το νερό μάλιστα έχει τη μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα απ' όλα τα υγρά και στερεά με εξαίρεση την υγρή αμμωνία).
Η αιθυλενογλυκόλη όμως, πέρα από την ταπείνωση του σημείου πήξεως - εξού και ο όρος αντιψυκτικό - προκαλεί και ανύψωση του σημείου βρασμού του καθαρού νερού. Έτσι, βάζοντας σκέτο αντιψυκτικό ανεβαίνει και το σημείο βρασμού του υγρού. Για δεδομένη πίεση γύρω στo 1 bar στο κύκλωμα, σε μείγμα 70/30 αντιψυκτικό/νερό αντίστοιχα, έχουμε σημείο βρασμού περίπου 115 βαθμούς Κελσίου, οπότε σε 100% αντιψυκτικό αυτή η θερμοκρασία είναι ακόμη μεγαλύτερη. Τι σημαίνουν αυτά: μεγαλύτερη θερμοκρασία 'κανονικής' λειτουργίας του κινητήρα λόγω μικρότερης απαγωγής θερμότητας από το υγρό συν το ότι σε μια πιθανή βλάβη του συστήματος ψύξης το υγρό θα 'βράσει' και θα εκτονωθεί σε υψηλότερη θερμοκρασία.
Οπότε, το μόνο που βλέπω εγώ ίσως να κερδίζεις από τη χρήση καθαρού αδιάλυτου αντιψυκτικού είναι το να μη συμπληρώνεις τόσο συχνά υγρό λόγω πιθανής μικρής απώλειας από φυσιολογική εξάτμισή του.