-
Απ το βιβλίο του Ζάκ Λακαριέρ 'Ελληνικό καλοκαίρι' Ενα απολαυστικό κείμενο για τα μεταπολεμικά πράσινα λεωφορεία
Όλο τον καιρό που πέρασα στην Ελλαδα-με άλλα λόγια στα είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο-η Ελλάδα έζησε, από υλική και τεχνολογική άποψη, από τα αποβλήματα και τα μηχανικά περιττώματα της Αμερικής και της Ευρώπης. Ταξί Φόρντ σκαρφαλωμένα σε ψηλές ρόδες, λεωφορεία που κινούνταν με αναιμικά μέσα, καμιόνια που κάθε βόλτα της ρόδας τους ήτανε κι ένα θαύμα, φορτηγά αγορασμένα για παλιοσίδερα. Το ταξίδι στην Ελλάδα σε κείνα τα τελευταία χρόνια ήταν μια μικρή περιπέτεια και μία επιστροφή σε προπολεμικές εικόνες και εντυπώσεις. Όλοι όσοι διασχίσανε την Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή μ’ αυτά τα τοπικά μέσα, ξέρουν ότι υπάρχουν μεσημβρινοί και σύνορα για τα μοτόρια και τις μηχανές. Θέλω να πω ότι ο τρόπος της χρήσης, της μανούβρας, της επιδιόρθωσης αυτοκινήτων, λεωφορείων και καμιονιών διαφέρει εκ βάθρων μετά από ένα ορισμένο γεωγραφικό μήκος. Βέβαια οι βίδες, τα μπουλόνια, οι βαλβίδες, είναι παντού ίδιες. Θα ‘λεγες όμως ότι μόλις περάσουν στα χέρια ενός Έλληνα, ενός Τούρκου, ενός κατοίκου των υψιπέδων ή της ερήμου, τα μοτόρια λειτουργούν σύμφωνα με άλλες αρχές, οι καρότσες αγνοούν τα όρια του χρόνου, από τη μία στην άλλη στιγμή τα μεταφορικά μέσα περιβάλλονται από ένα είδος αθανασίας. Η σχεδόν απόλυτη απουσία κανόνων ασφαλείας, το πνεύμα του παιγνιδιού, η πρόκληση που κυριαρχεί στη μεταχείριση του υλικού-λες κα αυτοκίνητα, καμιόνια και λεωφορεία δεν είναι παρά παιχνιδάκια για μικρά παιδιά με γρασσιασμένα χέρια-εξηγούν αναμφίβολα αυτή τη μεταχείριση λεωφορείων και αυτοκινήτων (αλλά και βαποριών) πέρα από το κάθε όριο που θα μπορούσαμε να συλλάβουμε. Ανακαλύπτομε ότι αυτές οι συνθήκες του ταξιδιού-όπου η κατάπληξη ανακατεύεται με τη δειλία και φορές μ’ έναν καθαρό τρόμο-αφήνουν αναμνήσεις που σημαδεύουν. Για τους κοινωνιολόγους που πάντοτε τους απασχολεί να μαθαίνουν πως σχηματίζονται, δένονται, στερεώνονται οι ανθρώπινες επαφές, τίποτα δεν θα ήταν πολυτιμότερο από ένα ταξιδάκι μ’ ένα από κείνα τα λεωφορεία των εσωτερικών γραμμών που διασχίζουν την Ήπειρο ή την Πελοπόννησο. Πουλημένα ή περασμένα στην Ελλάδα από κάποιο σχέδιο Μάρσαλ ή κάποιο συμβόλαιο ενοικίασης, αυτά τα λεωφορεία (Φόρντ τα περισσότερα αλλά και Πόντιακ, και Όλντσμομπιλ), είχαν μια πελώρια καρότσα με καθίσματα ενός βερνικωμένου είδους που μοιάζει με δέρμα, μια μηχανή μπρός, μάλλον μικρών διαστάσεων και δύο δυνατά φώτα. Βαμμένα μ’ ένα χολερικό πράσινο χρώμα, μοιάζαν με τέρατα-κολεόπτερα. Άλλωστε είχαν το βήμα τους, το όλο αναστεναγμούς, αναπάντεχα και άκαιρα σταματήματα και ξεκινήματα. Στη διαδρομή, που συνήθως ήταν τακτική αλλά ορισμένες φορές ακολουθούσε μυστηριώδεις παρακαμπτήριους, οι στάσεις αλληλοδιαδέχονταν από χωριό σε χωριό, από καφενείο σε καφενείο, γιατί αυτά τα οχήματα χρησιμοποιούνταν συγχρόνως σαν λεωφορεία και σαν ταχυδρομεία. Μπορούσες, έτσι ακολουθώντας μία γραμμή, να επισκεφθείς μια επαρχία, έχοντας το συναίσθημα ότι τρυπώνεις μέσα στα έγκατα της μυστικής τους ζωής.
Το λεωφορείο που εξυπηρετούσε την Πελοπόννησο (αν θυμάμαι καλά έφευγε από την πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου πίσω από την Ομόνοια0 άδειαζε, μέσα στην καρδιά της Αθήνας, μια μικρογραφία των χωριών απ’ τα οποία περνούσε. Από τη στιγμή που πατούσες το πόδι σου μέσα στο πράσινο τέρας, από τη στιγμή που καθόσουνα στη θέση που έγραφε το εισιτήριό σου, είχες μπεί σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο. Μπροστά, πάνω από τον οδηγό, έφεγγε ένα μικρό καντηλάκι που φώτιζε μια εικόνα του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των ταξιδιωτών. Από δώ μια μαυροντυμένη χωριάτισσα έπαιζε ένα κομπολόι, από κεί μια άλλη έφερνε κι όλας στο στόμα της το χαρτονένιο κουτί που διατίθεται για λεπτά στομάχια ( οι περισσότεροι Έλληνες της υπαίθρου πέφτουνε άρρωστοι με το που μπαίνουνε σε λεωφορείο ή σε βαπόρι), πιο πέρα ένας παπάς σταυροκοπιόταν μετά μανίας. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι πηγαίνουμε από την Αθήνα στη Νεμέα, στην Πάτρα ή στην Τρίπολη. Ετοιμαζόμαστε για κάποια άγνωστη χώρα, μακρινή κι επικίνδυνη, που απαιτεί προσευχές, καντήλια, προσευχητάρια, αντι-ναυτιακά μέσα, αντι-ειμαρμενικές εικόνες. Από τον ουράνιο κόσμο ως τη γή, από τον Αγιο Χριστόφορο ως το χαμίνι το επιφορτισμένο με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ένας ολόκληρος κόσμος παίρνει θέσεις για να διευθετήσει, να επιβλέψει, να προστατέψει αυτήν την αποστολή.
Κουβάρι μέσα στην κοιλιά του τέρατος (με την ακαθόριστη τάση να σταυροκοπηθώ κι εγώ τη τιγμή που ξεκινάγαμε για να μη δώσω την εντύπωση του κακού ματιού, του ισχυρογνώμονα που όλα τα καταστρέφει) ελέγχω τους συντρόφους μου σ’ αυτό το ταξίδι, τους θορύβους και τις μυρωδιές αυτής της αργοκίνητης Αργούς, που ίσως μας οδηγήσει κάποια μέρα σε κάποιο χρυσόμαλλο δέρας. Οι μυρωδιές –ιδίως το καλοκαίρι-είναι του υπερθερμασμένου από τον ήλιο μετάλλου, του ανθρώπινου ιδρώτα και της βενζίνας. Οι θόρυβοι, πάν’ από όλα σαματάς των πουλερικών χωρίς τα οποία δεν ταξιδεύει κανένας Έλληνας χωρικός και που έχουν στοιβαχτεί στο πίσω του λεωφορείου ή στο διάδρομο. Σε όλο το ταξίδι θα κλώζουν, θα φλυαρούν, θα κραυγάζουν, θα κουκουρίζουν, θα γουργουρίζουν. Πάνω στη στέγη, ακολουθώντας νόμους ολωσδιόλου ειδικούς και παρανοϊκούς, έχουν στοιβαχτεί εκείνα τα καλάθια τα σκεπασμένα μ’ ένα πανί ραμμένο στις άκριες, εκείνα τα στρώματα, τα κλουβιά, τα μπαούλα, τα κοφίνια που ακολουθούν όλες τις μετακινήσεις. Στα δεξιά του οδηγού, στα πόδια του παιδιού που χρησιμεύει σαν βοηθός και μεσάζοντάς του με τους επιβάτες, βρίσκονται τα πακέττα, ευθραυστα και μη που περιορίζονται να πετάνε από το παράθυρο χωρίς να σταματάνε καν, σ’ έναν άνθρωπο που τα περιμένει και τα αρπάζει στον αέρα. Έτσι γίνεται με ταχύτητα πότε κομμένη ΄πότε τρελλή, ο αργός περίπλους, που διακόπτεται από σταθμούς σε καφενέδες με κληματαριές, κάτω από τις οποίες ψήνονται σουβλάκια και καταναλώνονται λεμονάδες. Ατυχήματα δυστυχήματα, ούτε είδα, ούτε γνώρισα σε κείνα τα χρόνια. Στο τέρμα όλων εκείνων των ταξιδιών (στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία, στη Θεσσαλία, στη Χαλκιδικη) παρά τη δειλία, το φόβο που σε μια ξαφνική σύντομη στιγμή νιώθεις να σε διαπερνάει συναδελφώνοντάς σε με τους βουβούς από τη φρίκη επιβάτες, ιδιαίτερα στις κορδέλες στους γκρεμούς (οι Έλληνες οδηγοί αγνοούν τελείως τη χρήση του φρεναρίσματος με τις ταχύτητες) έφθανα πάντα σώος και ασφαλής, νιώθοντας κυρίως ευφορία και ανακούφιση. Λίγα λεωφορεία πέφτουν στην Ελλάδα σε γκρεμό, όπως και λίγα βαπόρια βυθίζονται, παρά την αμεριμνησία και την αμέλεια που τουλάχιστον τότε επικρατούσαν στη συντήρηση και στο χειρισμό τους. Πρέπει να έχεις ταξιδέψει έτσι στην Ελλάδα, πολύ συχνά-στην αρχή αναγκαστικά, αργότερα από τη σαδιστική αγαλλίαση να πείς ε λοιπόν κατάφερα κι έφθασα-για να κατανοήσεις την σπουδαιότητα των δύο αγίων που διευθύνουνε τα ταξίδια, το άγιου Χριστόφορου για τους στεριανούς, του άγιου Νικόλαου για τους θαλασσινούς. Πόσο μάλλον που τα ταξίδια δεν γίνονται ποτέ ινκόγνιτο στην Ελλάδα. Όλους τους συνοδεύουνε-με δάκρυα και με κλάματα-οι μισοί συγγενείς τους και τους παραλαμβάνουνε στον άλλο σταθμό οι άλλοι μισοί. Το αμετακίνητο ήμισυ της Ελλάδας περιμένει, ελπίζει, παραμονεύει και φιλιέται με το ταξιδεύον ήμισύ της τους ατρόμητους Αργοναύτες της.
Αυτό όμως που πραγματικά εντυπωσιάζει σ’ αυτά τα ταξίδια, δεν είναι τόσο αυτή η ατμόσφαιρα της φανερής τρέλλας, του πρελούδιου στην Αποκάλυψη που χαρακτηρίζει την κάθε αναχώρηση όσο η στωικότητα, η αφοσίωση, η αυταπάρνηση, η συμπεριφορά του μικρού αλλέως πιτσιρίκου που καθισμένος εκ δεξιών του οδηγού, είναι ο πραγματικός φύλακας άγγελος των ταξιδιωτών. Γιατί στην ουσία είναι η ψυχή, το πνεύμα, το δαιμόνιο των ταξιδιωτών αυτοπροσώπως αυτό το παιδάκι των οχτώ ή των δέκα χρονών που τρυπάει τα εισιτήρια, βολεύει τους επιβάτες, στοιβάζει τις αποσκευες στη στέγη, βάζει νερό στο ψυγείο, φροντίζει για βενζίνα, ανεβαίνει και κατεβαίνει δίχως σταματημό, παραδίδει πακέτα στο πέρασμα, πιάνει το όχημα εν κινήσει, ανοίγει και κλείνει τις πόρτες, αναγγέλει τις στάσεις, τρέχει να φέρει σουβλάκια και λεμονάδες για τον κοιλαρά παπά που βαριέται ν’ αφήσει τη θέση του. Βοηθάει τις γιαγιάδες να ξεράσουν ανάμεσα σε δυό Παναγιά μου! Παναγιά μου! Πότε θα φθάσουμε, αλλάζει λάστιχο και στην άφιξη, έχουν δεν έχουν πάει όλα καλά, αρπάζει μία ή δύο σφαλιάρες. Και όλ’ αυτά μέσα στους αναστεναγμούς, στα κακαρίσματα των πουλιών, που αυτά δεν γνωρίζουν τίποτα για τον άγιο Χριστόφορο, τα μουρμουρητά που διακόπτονται από αναστεναγμούς ή σταυροκοπήματα. Γράφοντάς τα αυτά θυμάμαι ιδίως τα λεωφορεία της Χαλκιδικής που έπαιρνα κάθε φορά που γύριζα από τον Αθω και που σταματούσαν σε κάθε χωριό, στοιβάζοντας ανθρώπους και ζώα σε σημείο σκασμού και τρέχοντας μέσα από κοίτες χειμάρρων που ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους κανονικούς δρόμους. Όλ’ αυτά δημιουργούσαν ανάλογα σε κείνες τις αποστολές εκείνη την ιδιότυπη οντότητα, εκείνη την εφήμερη αλλά πολύ συνειδητή κοινότητα, την ενωμένη για το καλύτερο ή το χειρότερο, που ήταν εκείνες τις εποχές οι επιβάτες που ταξίδευαν στις κοιλιές των πράσινων τεράτων. -
Απ το βιβλίο του Ζάκ Λακαριέρ 'Ελληνικό καλοκαίρι' Ενα απολαυστικό κείμενο για τα μεταπολεμικά πράσινα λεωφορεία
Όλο τον καιρό που πέρασα στην Ελλαδα-με άλλα λόγια στα είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο-η Ελλάδα έζησε, από υλική και τεχνολογική άποψη, από τα αποβλήματα και τα μηχανικά περιττώματα της Αμερικής και της Ευρώπης. Ταξί Φόρντ σκαρφαλωμένα σε ψηλές ρόδες, λεωφορεία που κινούνταν με αναιμικά μέσα, καμιόνια που κάθε βόλτα της ρόδας τους ήτανε κι ένα θαύμα, φορτηγά αγορασμένα για παλιοσίδερα. Το ταξίδι στην Ελλάδα σε κείνα τα τελευταία χρόνια ήταν μια μικρή περιπέτεια και μία επιστροφή σε προπολεμικές εικόνες και εντυπώσεις. Όλοι όσοι διασχίσανε την Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή μ’ αυτά τα τοπικά μέσα, ξέρουν ότι υπάρχουν μεσημβρινοί και σύνορα για τα μοτόρια και τις μηχανές. Θέλω να πω ότι ο τρόπος της χρήσης, της μανούβρας, της επιδιόρθωσης αυτοκινήτων, λεωφορείων και καμιονιών διαφέρει εκ βάθρων μετά από ένα ορισμένο γεωγραφικό μήκος. Βέβαια οι βίδες, τα μπουλόνια, οι βαλβίδες, είναι παντού ίδιες. Θα ‘λεγες όμως ότι μόλις περάσουν στα χέρια ενός Έλληνα, ενός Τούρκου, ενός κατοίκου των υψιπέδων ή της ερήμου, τα μοτόρια λειτουργούν σύμφωνα με άλλες αρχές, οι καρότσες αγνοούν τα όρια του χρόνου, από τη μία στην άλλη στιγμή τα μεταφορικά μέσα περιβάλλονται από ένα είδος αθανασίας. Η σχεδόν απόλυτη απουσία κανόνων ασφαλείας, το πνεύμα του παιγνιδιού, η πρόκληση που κυριαρχεί στη μεταχείριση του υλικού-λες κα αυτοκίνητα, καμιόνια και λεωφορεία δεν είναι παρά παιχνιδάκια για μικρά παιδιά με γρασσιασμένα χέρια-εξηγούν αναμφίβολα αυτή τη μεταχείριση λεωφορείων και αυτοκινήτων (αλλά και βαποριών) πέρα από το κάθε όριο που θα μπορούσαμε να συλλάβουμε. Ανακαλύπτομε ότι αυτές οι συνθήκες του ταξιδιού-όπου η κατάπληξη ανακατεύεται με τη δειλία και φορές μ’ έναν καθαρό τρόμο-αφήνουν αναμνήσεις που σημαδεύουν. Για τους κοινωνιολόγους που πάντοτε τους απασχολεί να μαθαίνουν πως σχηματίζονται, δένονται, στερεώνονται οι ανθρώπινες επαφές, τίποτα δεν θα ήταν πολυτιμότερο από ένα ταξιδάκι μ’ ένα από κείνα τα λεωφορεία των εσωτερικών γραμμών που διασχίζουν την Ήπειρο ή την Πελοπόννησο. Πουλημένα ή περασμένα στην Ελλάδα από κάποιο σχέδιο Μάρσαλ ή κάποιο συμβόλαιο ενοικίασης, αυτά τα λεωφορεία (Φόρντ τα περισσότερα αλλά και Πόντιακ, και Όλντσμομπιλ), είχαν μια πελώρια καρότσα με καθίσματα ενός βερνικωμένου είδους που μοιάζει με δέρμα, μια μηχανή μπρός, μάλλον μικρών διαστάσεων και δύο δυνατά φώτα. Βαμμένα μ’ ένα χολερικό πράσινο χρώμα, μοιάζαν με τέρατα-κολεόπτερα. Άλλωστε είχαν το βήμα τους, το όλο αναστεναγμούς, αναπάντεχα και άκαιρα σταματήματα και ξεκινήματα. Στη διαδρομή, που συνήθως ήταν τακτική αλλά ορισμένες φορές ακολουθούσε μυστηριώδεις παρακαμπτήριους, οι στάσεις αλληλοδιαδέχονταν από χωριό σε χωριό, από καφενείο σε καφενείο, γιατί αυτά τα οχήματα χρησιμοποιούνταν συγχρόνως σαν λεωφορεία και σαν ταχυδρομεία. Μπορούσες, έτσι ακολουθώντας μία γραμμή, να επισκεφθείς μια επαρχία, έχοντας το συναίσθημα ότι τρυπώνεις μέσα στα έγκατα της μυστικής τους ζωής.
Το λεωφορείο που εξυπηρετούσε την Πελοπόννησο (αν θυμάμαι καλά έφευγε από την πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου πίσω από την Ομόνοια0 άδειαζε, μέσα στην καρδιά της Αθήνας, μια μικρογραφία των χωριών απ’ τα οποία περνούσε. Από τη στιγμή που πατούσες το πόδι σου μέσα στο πράσινο τέρας, από τη στιγμή που καθόσουνα στη θέση που έγραφε το εισιτήριό σου, είχες μπεί σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο. Μπροστά, πάνω από τον οδηγό, έφεγγε ένα μικρό καντηλάκι που φώτιζε μια εικόνα του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των ταξιδιωτών. Από δώ μια μαυροντυμένη χωριάτισσα έπαιζε ένα κομπολόι, από κεί μια άλλη έφερνε κι όλας στο στόμα της το χαρτονένιο κουτί που διατίθεται για λεπτά στομάχια ( οι περισσότεροι Έλληνες της υπαίθρου πέφτουνε άρρωστοι με το που μπαίνουνε σε λεωφορείο ή σε βαπόρι), πιο πέρα ένας παπάς σταυροκοπιόταν μετά μανίας. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι πηγαίνουμε από την Αθήνα στη Νεμέα, στην Πάτρα ή στην Τρίπολη. Ετοιμαζόμαστε για κάποια άγνωστη χώρα, μακρινή κι επικίνδυνη, που απαιτεί προσευχές, καντήλια, προσευχητάρια, αντι-ναυτιακά μέσα, αντι-ειμαρμενικές εικόνες. Από τον ουράνιο κόσμο ως τη γή, από τον Αγιο Χριστόφορο ως το χαμίνι το επιφορτισμένο με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ένας ολόκληρος κόσμος παίρνει θέσεις για να διευθετήσει, να επιβλέψει, να προστατέψει αυτήν την αποστολή.
Κουβάρι μέσα στην κοιλιά του τέρατος (με την ακαθόριστη τάση να σταυροκοπηθώ κι εγώ τη τιγμή που ξεκινάγαμε για να μη δώσω την εντύπωση του κακού ματιού, του ισχυρογνώμονα που όλα τα καταστρέφει) ελέγχω τους συντρόφους μου σ’ αυτό το ταξίδι, τους θορύβους και τις μυρωδιές αυτής της αργοκίνητης Αργούς, που ίσως μας οδηγήσει κάποια μέρα σε κάποιο χρυσόμαλλο δέρας. Οι μυρωδιές –ιδίως το καλοκαίρι-είναι του υπερθερμασμένου από τον ήλιο μετάλλου, του ανθρώπινου ιδρώτα και της βενζίνας. Οι θόρυβοι, πάν’ από όλα σαματάς των πουλερικών χωρίς τα οποία δεν ταξιδεύει κανένας Έλληνας χωρικός και που έχουν στοιβαχτεί στο πίσω του λεωφορείου ή στο διάδρομο. Σε όλο το ταξίδι θα κλώζουν, θα φλυαρούν, θα κραυγάζουν, θα κουκουρίζουν, θα γουργουρίζουν. Πάνω στη στέγη, ακολουθώντας νόμους ολωσδιόλου ειδικούς και παρανοϊκούς, έχουν στοιβαχτεί εκείνα τα καλάθια τα σκεπασμένα μ’ ένα πανί ραμμένο στις άκριες, εκείνα τα στρώματα, τα κλουβιά, τα μπαούλα, τα κοφίνια που ακολουθούν όλες τις μετακινήσεις. Στα δεξιά του οδηγού, στα πόδια του παιδιού που χρησιμεύει σαν βοηθός και μεσάζοντάς του με τους επιβάτες, βρίσκονται τα πακέττα, ευθραυστα και μη που περιορίζονται να πετάνε από το παράθυρο χωρίς να σταματάνε καν, σ’ έναν άνθρωπο που τα περιμένει και τα αρπάζει στον αέρα. Έτσι γίνεται με ταχύτητα πότε κομμένη ΄πότε τρελλή, ο αργός περίπλους, που διακόπτεται από σταθμούς σε καφενέδες με κληματαριές, κάτω από τις οποίες ψήνονται σουβλάκια και καταναλώνονται λεμονάδες. Ατυχήματα δυστυχήματα, ούτε είδα, ούτε γνώρισα σε κείνα τα χρόνια. Στο τέρμα όλων εκείνων των ταξιδιών (στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία, στη Θεσσαλία, στη Χαλκιδικη) παρά τη δειλία, το φόβο που σε μια ξαφνική σύντομη στιγμή νιώθεις να σε διαπερνάει συναδελφώνοντάς σε με τους βουβούς από τη φρίκη επιβάτες, ιδιαίτερα στις κορδέλες στους γκρεμούς (οι Έλληνες οδηγοί αγνοούν τελείως τη χρήση του φρεναρίσματος με τις ταχύτητες) έφθανα πάντα σώος και ασφαλής, νιώθοντας κυρίως ευφορία και ανακούφιση. Λίγα λεωφορεία πέφτουν στην Ελλάδα σε γκρεμό, όπως και λίγα βαπόρια βυθίζονται, παρά την αμεριμνησία και την αμέλεια που τουλάχιστον τότε επικρατούσαν στη συντήρηση και στο χειρισμό τους. Πρέπει να έχεις ταξιδέψει έτσι στην Ελλάδα, πολύ συχνά-στην αρχή αναγκαστικά, αργότερα από τη σαδιστική αγαλλίαση να πείς ε λοιπόν κατάφερα κι έφθασα-για να κατανοήσεις την σπουδαιότητα των δύο αγίων που διευθύνουνε τα ταξίδια, το άγιου Χριστόφορου για τους στεριανούς, του άγιου Νικόλαου για τους θαλασσινούς. Πόσο μάλλον που τα ταξίδια δεν γίνονται ποτέ ινκόγνιτο στην Ελλάδα. Όλους τους συνοδεύουνε-με δάκρυα και με κλάματα-οι μισοί συγγενείς τους και τους παραλαμβάνουνε στον άλλο σταθμό οι άλλοι μισοί. Το αμετακίνητο ήμισυ της Ελλάδας περιμένει, ελπίζει, παραμονεύει και φιλιέται με το ταξιδεύον ήμισύ της τους ατρόμητους Αργοναύτες της.
Αυτό όμως που πραγματικά εντυπωσιάζει σ’ αυτά τα ταξίδια, δεν είναι τόσο αυτή η ατμόσφαιρα της φανερής τρέλλας, του πρελούδιου στην Αποκάλυψη που χαρακτηρίζει την κάθε αναχώρηση όσο η στωικότητα, η αφοσίωση, η αυταπάρνηση, η συμπεριφορά του μικρού αλλέως πιτσιρίκου που καθισμένος εκ δεξιών του οδηγού, είναι ο πραγματικός φύλακας άγγελος των ταξιδιωτών. Γιατί στην ουσία είναι η ψυχή, το πνεύμα, το δαιμόνιο των ταξιδιωτών αυτοπροσώπως αυτό το παιδάκι των οχτώ ή των δέκα χρονών που τρυπάει τα εισιτήρια, βολεύει τους επιβάτες, στοιβάζει τις αποσκευες στη στέγη, βάζει νερό στο ψυγείο, φροντίζει για βενζίνα, ανεβαίνει και κατεβαίνει δίχως σταματημό, παραδίδει πακέτα στο πέρασμα, πιάνει το όχημα εν κινήσει, ανοίγει και κλείνει τις πόρτες, αναγγέλει τις στάσεις, τρέχει να φέρει σουβλάκια και λεμονάδες για τον κοιλαρά παπά που βαριέται ν’ αφήσει τη θέση του. Βοηθάει τις γιαγιάδες να ξεράσουν ανάμεσα σε δυό Παναγιά μου! Παναγιά μου! Πότε θα φθάσουμε, αλλάζει λάστιχο και στην άφιξη, έχουν δεν έχουν πάει όλα καλά, αρπάζει μία ή δύο σφαλιάρες. Και όλ’ αυτά μέσα στους αναστεναγμούς, στα κακαρίσματα των πουλιών, που αυτά δεν γνωρίζουν τίποτα για τον άγιο Χριστόφορο, τα μουρμουρητά που διακόπτονται από αναστεναγμούς ή σταυροκοπήματα. Γράφοντάς τα αυτά θυμάμαι ιδίως τα λεωφορεία της Χαλκιδικής που έπαιρνα κάθε φορά που γύριζα από τον Αθω και που σταματούσαν σε κάθε χωριό, στοιβάζοντας ανθρώπους και ζώα σε σημείο σκασμού και τρέχοντας μέσα από κοίτες χειμάρρων που ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους κανονικούς δρόμους. Όλ’ αυτά δημιουργούσαν ανάλογα σε κείνες τις αποστολές εκείνη την ιδιότυπη οντότητα, εκείνη την εφήμερη αλλά πολύ συνειδητή κοινότητα, την ενωμένη για το καλύτερο ή το χειρότερο, που ήταν εκείνες τις εποχές οι επιβάτες που ταξίδευαν στις κοιλιές των πράσινων τεράτων. -
Απ το βιβλίο του Ζάκ Λακαριέρ 'Ελληνικό καλοκαίρι' Ενα απολαυστικό κείμενο για τα μεταπολεμικά πράσινα λεωφορεία
Όλο τον καιρό που πέρασα στην Ελλαδα-με άλλα λόγια στα είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο-η Ελλάδα έζησε, από υλική και τεχνολογική άποψη, από τα αποβλήματα και τα μηχανικά περιττώματα της Αμερικής και της Ευρώπης. Ταξί Φόρντ σκαρφαλωμένα σε ψηλές ρόδες, λεωφορεία που κινούνταν με αναιμικά μέσα, καμιόνια που κάθε βόλτα της ρόδας τους ήτανε κι ένα θαύμα, φορτηγά αγορασμένα για παλιοσίδερα. Το ταξίδι στην Ελλάδα σε κείνα τα τελευταία χρόνια ήταν μια μικρή περιπέτεια και μία επιστροφή σε προπολεμικές εικόνες και εντυπώσεις. Όλοι όσοι διασχίσανε την Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή μ’ αυτά τα τοπικά μέσα, ξέρουν ότι υπάρχουν μεσημβρινοί και σύνορα για τα μοτόρια και τις μηχανές. Θέλω να πω ότι ο τρόπος της χρήσης, της μανούβρας, της επιδιόρθωσης αυτοκινήτων, λεωφορείων και καμιονιών διαφέρει εκ βάθρων μετά από ένα ορισμένο γεωγραφικό μήκος. Βέβαια οι βίδες, τα μπουλόνια, οι βαλβίδες, είναι παντού ίδιες. Θα ‘λεγες όμως ότι μόλις περάσουν στα χέρια ενός Έλληνα, ενός Τούρκου, ενός κατοίκου των υψιπέδων ή της ερήμου, τα μοτόρια λειτουργούν σύμφωνα με άλλες αρχές, οι καρότσες αγνοούν τα όρια του χρόνου, από τη μία στην άλλη στιγμή τα μεταφορικά μέσα περιβάλλονται από ένα είδος αθανασίας. Η σχεδόν απόλυτη απουσία κανόνων ασφαλείας, το πνεύμα του παιγνιδιού, η πρόκληση που κυριαρχεί στη μεταχείριση του υλικού-λες κα αυτοκίνητα, καμιόνια και λεωφορεία δεν είναι παρά παιχνιδάκια για μικρά παιδιά με γρασσιασμένα χέρια-εξηγούν αναμφίβολα αυτή τη μεταχείριση λεωφορείων και αυτοκινήτων (αλλά και βαποριών) πέρα από το κάθε όριο που θα μπορούσαμε να συλλάβουμε. Ανακαλύπτομε ότι αυτές οι συνθήκες του ταξιδιού-όπου η κατάπληξη ανακατεύεται με τη δειλία και φορές μ’ έναν καθαρό τρόμο-αφήνουν αναμνήσεις που σημαδεύουν. Για τους κοινωνιολόγους που πάντοτε τους απασχολεί να μαθαίνουν πως σχηματίζονται, δένονται, στερεώνονται οι ανθρώπινες επαφές, τίποτα δεν θα ήταν πολυτιμότερο από ένα ταξιδάκι μ’ ένα από κείνα τα λεωφορεία των εσωτερικών γραμμών που διασχίζουν την Ήπειρο ή την Πελοπόννησο. Πουλημένα ή περασμένα στην Ελλάδα από κάποιο σχέδιο Μάρσαλ ή κάποιο συμβόλαιο ενοικίασης, αυτά τα λεωφορεία (Φόρντ τα περισσότερα αλλά και Πόντιακ, και Όλντσμομπιλ), είχαν μια πελώρια καρότσα με καθίσματα ενός βερνικωμένου είδους που μοιάζει με δέρμα, μια μηχανή μπρός, μάλλον μικρών διαστάσεων και δύο δυνατά φώτα. Βαμμένα μ’ ένα χολερικό πράσινο χρώμα, μοιάζαν με τέρατα-κολεόπτερα. Άλλωστε είχαν το βήμα τους, το όλο αναστεναγμούς, αναπάντεχα και άκαιρα σταματήματα και ξεκινήματα. Στη διαδρομή, που συνήθως ήταν τακτική αλλά ορισμένες φορές ακολουθούσε μυστηριώδεις παρακαμπτήριους, οι στάσεις αλληλοδιαδέχονταν από χωριό σε χωριό, από καφενείο σε καφενείο, γιατί αυτά τα οχήματα χρησιμοποιούνταν συγχρόνως σαν λεωφορεία και σαν ταχυδρομεία. Μπορούσες, έτσι ακολουθώντας μία γραμμή, να επισκεφθείς μια επαρχία, έχοντας το συναίσθημα ότι τρυπώνεις μέσα στα έγκατα της μυστικής τους ζωής.
Το λεωφορείο που εξυπηρετούσε την Πελοπόννησο (αν θυμάμαι καλά έφευγε από την πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου πίσω από την Ομόνοια0 άδειαζε, μέσα στην καρδιά της Αθήνας, μια μικρογραφία των χωριών απ’ τα οποία περνούσε. Από τη στιγμή που πατούσες το πόδι σου μέσα στο πράσινο τέρας, από τη στιγμή που καθόσουνα στη θέση που έγραφε το εισιτήριό σου, είχες μπεί σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο. Μπροστά, πάνω από τον οδηγό, έφεγγε ένα μικρό καντηλάκι που φώτιζε μια εικόνα του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των ταξιδιωτών. Από δώ μια μαυροντυμένη χωριάτισσα έπαιζε ένα κομπολόι, από κεί μια άλλη έφερνε κι όλας στο στόμα της το χαρτονένιο κουτί που διατίθεται για λεπτά στομάχια ( οι περισσότεροι Έλληνες της υπαίθρου πέφτουνε άρρωστοι με το που μπαίνουνε σε λεωφορείο ή σε βαπόρι), πιο πέρα ένας παπάς σταυροκοπιόταν μετά μανίας. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι πηγαίνουμε από την Αθήνα στη Νεμέα, στην Πάτρα ή στην Τρίπολη. Ετοιμαζόμαστε για κάποια άγνωστη χώρα, μακρινή κι επικίνδυνη, που απαιτεί προσευχές, καντήλια, προσευχητάρια, αντι-ναυτιακά μέσα, αντι-ειμαρμενικές εικόνες. Από τον ουράνιο κόσμο ως τη γή, από τον Αγιο Χριστόφορο ως το χαμίνι το επιφορτισμένο με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ένας ολόκληρος κόσμος παίρνει θέσεις για να διευθετήσει, να επιβλέψει, να προστατέψει αυτήν την αποστολή.
Κουβάρι μέσα στην κοιλιά του τέρατος (με την ακαθόριστη τάση να σταυροκοπηθώ κι εγώ τη τιγμή που ξεκινάγαμε για να μη δώσω την εντύπωση του κακού ματιού, του ισχυρογνώμονα που όλα τα καταστρέφει) ελέγχω τους συντρόφους μου σ’ αυτό το ταξίδι, τους θορύβους και τις μυρωδιές αυτής της αργοκίνητης Αργούς, που ίσως μας οδηγήσει κάποια μέρα σε κάποιο χρυσόμαλλο δέρας. Οι μυρωδιές –ιδίως το καλοκαίρι-είναι του υπερθερμασμένου από τον ήλιο μετάλλου, του ανθρώπινου ιδρώτα και της βενζίνας. Οι θόρυβοι, πάν’ από όλα σαματάς των πουλερικών χωρίς τα οποία δεν ταξιδεύει κανένας Έλληνας χωρικός και που έχουν στοιβαχτεί στο πίσω του λεωφορείου ή στο διάδρομο. Σε όλο το ταξίδι θα κλώζουν, θα φλυαρούν, θα κραυγάζουν, θα κουκουρίζουν, θα γουργουρίζουν. Πάνω στη στέγη, ακολουθώντας νόμους ολωσδιόλου ειδικούς και παρανοϊκούς, έχουν στοιβαχτεί εκείνα τα καλάθια τα σκεπασμένα μ’ ένα πανί ραμμένο στις άκριες, εκείνα τα στρώματα, τα κλουβιά, τα μπαούλα, τα κοφίνια που ακολουθούν όλες τις μετακινήσεις. Στα δεξιά του οδηγού, στα πόδια του παιδιού που χρησιμεύει σαν βοηθός και μεσάζοντάς του με τους επιβάτες, βρίσκονται τα πακέττα, ευθραυστα και μη που περιορίζονται να πετάνε από το παράθυρο χωρίς να σταματάνε καν, σ’ έναν άνθρωπο που τα περιμένει και τα αρπάζει στον αέρα. Έτσι γίνεται με ταχύτητα πότε κομμένη ΄πότε τρελλή, ο αργός περίπλους, που διακόπτεται από σταθμούς σε καφενέδες με κληματαριές, κάτω από τις οποίες ψήνονται σουβλάκια και καταναλώνονται λεμονάδες. Ατυχήματα δυστυχήματα, ούτε είδα, ούτε γνώρισα σε κείνα τα χρόνια. Στο τέρμα όλων εκείνων των ταξιδιών (στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία, στη Θεσσαλία, στη Χαλκιδικη) παρά τη δειλία, το φόβο που σε μια ξαφνική σύντομη στιγμή νιώθεις να σε διαπερνάει συναδελφώνοντάς σε με τους βουβούς από τη φρίκη επιβάτες, ιδιαίτερα στις κορδέλες στους γκρεμούς (οι Έλληνες οδηγοί αγνοούν τελείως τη χρήση του φρεναρίσματος με τις ταχύτητες) έφθανα πάντα σώος και ασφαλής, νιώθοντας κυρίως ευφορία και ανακούφιση. Λίγα λεωφορεία πέφτουν στην Ελλάδα σε γκρεμό, όπως και λίγα βαπόρια βυθίζονται, παρά την αμεριμνησία και την αμέλεια που τουλάχιστον τότε επικρατούσαν στη συντήρηση και στο χειρισμό τους. Πρέπει να έχεις ταξιδέψει έτσι στην Ελλάδα, πολύ συχνά-στην αρχή αναγκαστικά, αργότερα από τη σαδιστική αγαλλίαση να πείς ε λοιπόν κατάφερα κι έφθασα-για να κατανοήσεις την σπουδαιότητα των δύο αγίων που διευθύνουνε τα ταξίδια, το άγιου Χριστόφορου για τους στεριανούς, του άγιου Νικόλαου για τους θαλασσινούς. Πόσο μάλλον που τα ταξίδια δεν γίνονται ποτέ ινκόγνιτο στην Ελλάδα. Όλους τους συνοδεύουνε-με δάκρυα και με κλάματα-οι μισοί συγγενείς τους και τους παραλαμβάνουνε στον άλλο σταθμό οι άλλοι μισοί. Το αμετακίνητο ήμισυ της Ελλάδας περιμένει, ελπίζει, παραμονεύει και φιλιέται με το ταξιδεύον ήμισύ της τους ατρόμητους Αργοναύτες της.
Αυτό όμως που πραγματικά εντυπωσιάζει σ’ αυτά τα ταξίδια, δεν είναι τόσο αυτή η ατμόσφαιρα της φανερής τρέλλας, του πρελούδιου στην Αποκάλυψη που χαρακτηρίζει την κάθε αναχώρηση όσο η στωικότητα, η αφοσίωση, η αυταπάρνηση, η συμπεριφορά του μικρού αλλέως πιτσιρίκου που καθισμένος εκ δεξιών του οδηγού, είναι ο πραγματικός φύλακας άγγελος των ταξιδιωτών. Γιατί στην ουσία είναι η ψυχή, το πνεύμα, το δαιμόνιο των ταξιδιωτών αυτοπροσώπως αυτό το παιδάκι των οχτώ ή των δέκα χρονών που τρυπάει τα εισιτήρια, βολεύει τους επιβάτες, στοιβάζει τις αποσκευες στη στέγη, βάζει νερό στο ψυγείο, φροντίζει για βενζίνα, ανεβαίνει και κατεβαίνει δίχως σταματημό, παραδίδει πακέτα στο πέρασμα, πιάνει το όχημα εν κινήσει, ανοίγει και κλείνει τις πόρτες, αναγγέλει τις στάσεις, τρέχει να φέρει σουβλάκια και λεμονάδες για τον κοιλαρά παπά που βαριέται ν’ αφήσει τη θέση του. Βοηθάει τις γιαγιάδες να ξεράσουν ανάμεσα σε δυό Παναγιά μου! Παναγιά μου! Πότε θα φθάσουμε, αλλάζει λάστιχο και στην άφιξη, έχουν δεν έχουν πάει όλα καλά, αρπάζει μία ή δύο σφαλιάρες. Και όλ’ αυτά μέσα στους αναστεναγμούς, στα κακαρίσματα των πουλιών, που αυτά δεν γνωρίζουν τίποτα για τον άγιο Χριστόφορο, τα μουρμουρητά που διακόπτονται από αναστεναγμούς ή σταυροκοπήματα. Γράφοντάς τα αυτά θυμάμαι ιδίως τα λεωφορεία της Χαλκιδικής που έπαιρνα κάθε φορά που γύριζα από τον Αθω και που σταματούσαν σε κάθε χωριό, στοιβάζοντας ανθρώπους και ζώα σε σημείο σκασμού και τρέχοντας μέσα από κοίτες χειμάρρων που ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους κανονικούς δρόμους. Όλ’ αυτά δημιουργούσαν ανάλογα σε κείνες τις αποστολές εκείνη την ιδιότυπη οντότητα, εκείνη την εφήμερη αλλά πολύ συνειδητή κοινότητα, την ενωμένη για το καλύτερο ή το χειρότερο, που ήταν εκείνες τις εποχές οι επιβάτες που ταξίδευαν στις κοιλιές των πράσινων τεράτων. -
!!!
-
Να ενα βιβλιο που λειπει απο την βιβλιοθηκη μου...Σ'ευχαριστω......
-
Ρίξτε μια ματιά κ στον Πάτρικ Λί Φέρμορ. Εγγυημένη απόλαυση σέ όλα του τα βιβλία. Αν πρέπει να διαλέξω κάποιο αυτό είναι το 'Ρούμελη'. Ελλάδα δεκαετία του 60. Δύσκολα θα βρεθούν στην αγορά, εγώ τα παίρνω απο δανειστική βιβλιοθήκη στην Θεσσαλονίκη!
Mod, ελπίζω ότι δεν είμαι εκτός θέματος.
-
Εχω οτιδήποτε έχει γράψει ο Πατρικ Λη Φερμορ! (και οτιδήποτε έχει γραφτεί γι'αυτόν!) Μαγευτικός!Και απίστευτη ζωή! Η 'Μάνη' και η 'Ρούμελη' πολύ ωραία 'Ελληνικού ενδιαφέροντος' αλλά και τα τρία βιβλία με το ποδαράτο ταξίδι από την Ολλανδία στην Κωνσταντινούπολη εκπληκτικά.
-
Ο χρήστης kostakis έγραψε:
Ρίξτε μια ματιά κ στον Πάτρικ Λί Φέρμορ. Εγγυημένη απόλαυση σέ όλα του τα βιβλία. Αν πρέπει να διαλέξω κάποιο αυτό είναι το 'Ρούμελη'. Ελλάδα δεκαετία του 60. Δύσκολα θα βρεθούν στην αγορά, εγώ τα παίρνω απο δανειστική βιβλιοθήκη στην Θεσσαλονίκη!Mod, ελπίζω ότι δεν είμαι εκτός θέματος.
Ααααα εχω προλαβει και το'χω αγορασει...
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';..... -
BTW o Fermor έχει κάνει και μία επική κούρσα με Μερσεντές: Στην κατοχή ως Αγγλος πράκτορας οργάνωσε με τον Στάνλευ Μος από τα βουνά της Κρήτης την απαγωγή του Γερμανού διοικητή στρατηγου Kreipe. Nτύθηκαν Γερμανοί, έκαναν μπλόκο στο αυτοκίνητό του και οδήγησαν με τον Φέρμορ να παριστάνει τον στρατηγό (και με τον στρατηγό φιμωμένο στο πάτωμα του πίσω καθίσματος) μέσα από 29, αν θυμάμαι καλά, γερμανικά μπλόκα και μέσα από το Ηράκλειο προτού το παρατήσουν και πάρουν τα βουνά. Στο αυτοκίνητο δε άφησε ένα σημείωμα πού έγραφε μεταξύ άλλων ότι λυπάται που πρέπει να αφήσει ένα τόσο ωραίο αυτοκίνητο!
-
Ο χρήστης DAP έγραψε:
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';.....Υπάρχει θέμα στα κλασικά για λογοτεχνικές αναφορές σε αυτοκίνητα, μπορεί να πάει εκεί
-
Ο χρήστης NIGA έγραψε:
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';.....Υπάρχει θέμα στα κλασικά για λογοτεχνικές αναφορές σε αυτοκίνητα, μπορεί να πάει εκεί
Τόσες μέρες δεν το άνοιξα γιατί νόμιζα ότι θα αγορούσε κάποιο λωφορείο!
-
Ο χρήστης NIGA έγραψε:
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';.....Υπάρχει θέμα στα κλασικά για λογοτεχνικές αναφορές σε αυτοκίνητα, μπορεί να πάει εκεί
Δεν βρήκα τέτοιο θέμα..........
-
Ο χρήστης kostakis έγραψε:
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';.....Υπάρχει θέμα στα κλασικά για λογοτεχνικές αναφορές σε αυτοκίνητα, μπορεί να πάει εκεί
Δεν βρήκα τέτοιο θέμα..........
Oύτε κι εγώ!! Κι όμως ήμουν σίγουρος ότι κάπου υπήρχε και μάλιστα θυμάμαι δύο αναφορές από βιβλία που είχα βάλει....
-
Ο χρήστης NIGA έγραψε:
Προς τον κυριον μοντερατορα
Μηπως πρεπει να μας μετακομισετε στο' Προτασεις βιβλιων.Διαβασα';.....Υπάρχει θέμα στα κλασικά για λογοτεχνικές αναφορές σε αυτοκίνητα, μπορεί να πάει εκεί
Δεν βρήκα τέτοιο θέμα..........
Oύτε κι εγώ!! Κι όμως ήμουν σίγουρος ότι κάπου υπήρχε και μάλιστα θυμάμαι δύο αναφορές από βιβλία που είχα βάλει....
Μήπως στις προτάσεις βιβλίων? Αλλά εκεί είναι χάος!!
Μάλλον πρέπει ν' ανοίξουμε θέμα στα κλασσικά.
Αν όντως δεν υπάρχει, μπορώ να αλλάξω τον τίτλο σε 'λογοτεχνικές αναφορές στα κλασσικά' κ να τα βάζουμε εδώ
Ποιά βιβλία έβαλες????Προτείνω λοιπόν κ το μυθιστόρημα του Αλεσάντρο Μπαρίκκο 'Ιστορία σαν παραμύθι' εκδόσεις Πατάκη.
Αντιγράφω απο το οπισθόφυλλο.
Εκτυλίσεται με φόντο τη Μεγάλη Κούρσα του 1903, Παρίσι Μαδρίτη, την 'κούρσα-εκατόμβη' όπως ονομάστηκε, η οποία σημάδεψε την εποχή πριν απο τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. -
Ο χρήστης kostakis έγραψε:
Μήπως στις προτάσεις βιβλίων? Αλλά εκεί είναι χάος!!
Μάλλον πρέπει ν' ανοίξουμε θέμα στα κλασσικά.
Αν όντως δεν υπάρχει, μπορώ να αλλάξω τον τίτλο σε 'λογοτεχνικές αναφορές στα κλασσικά' κ να τα βάζουμε εδώ
Ποιά βιβλία έβαλες????Όχι στις προτάσεις βιβλίων, δεν κυκλοφορώ πολύ έξω από την ενότητα των κλασικών, ίσως και να τα έβαλα στο θρεντ της αντίστοιχης μάρκας ή στο καφενείο, δεν θυμάμαι. Είχα μείνει με την εντύπωση ότι είχαμε αντίστοιχο θέμα.
Άλλαξε τον τίτλο, γιατί όχι; Εγώ απ' ότι θυμάμαι κάποιες περιστασιακές αναφορές είχα βάλει, όπως πχ. από ένα μυθιστόρημα του Μαρή όπου αναφερόταν ένα Μορρις 1100 ή από ένα Αγγλικό μυθιστόρημα όπου το αυτοκίνητο του ήρωα περιγραφόταν σαν 'Shit brown Allegro'! -
Ο χρήστης NIGA έγραψε:
Μήπως στις προτάσεις βιβλίων? Αλλά εκεί είναι χάος!!
Μάλλον πρέπει ν' ανοίξουμε θέμα στα κλασσικά.
Αν όντως δεν υπάρχει, μπορώ να αλλάξω τον τίτλο σε 'λογοτεχνικές αναφορές στα κλασσικά' κ να τα βάζουμε εδώ
Ποιά βιβλία έβαλες????Όχι στις προτάσεις βιβλίων, δεν κυκλοφορώ πολύ έξω από την ενότητα των κλασικών, ίσως και να τα έβαλα στο θρεντ της αντίστοιχης μάρκας ή στο καφενείο, δεν θυμάμαι. Είχα μείνει με την εντύπωση ότι είχαμε αντίστοιχο θέμα.
Άλλαξε τον τίτλο, γιατί όχι; Εγώ απ' ότι θυμάμαι κάποιες περιστασιακές αναφορές είχα βάλει, όπως πχ. από ένα μυθιστόρημα του Μαρή όπου αναφερόταν ένα Μορρις 1100 ή από ένα Αγγλικό μυθιστόρημα όπου το αυτοκίνητο του ήρωα περιγραφόταν σαν 'Shit brown Allegro'!Προτείνω λοιπόν κ το μυθιστόρημα του Αλεσάντρο Μπαρίκκο 'Ιστορία σαν παραμύθι' εκδόσεις Πατάκη.
Αντιγράφω απο το οπισθόφυλλο.
Εκτυλίσεται με φόντο τη Μεγάλη Κούρσα του 1903, Παρίσι Μαδρίτη, την 'κούρσα-εκατόμβη' όπως ονομάστηκε, η οποία σημάδεψε την εποχή πριν απο τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ζακ Λακαριέρ πράσινα λεωφορεία